διεκπλέω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
Ion. διεκ-πλώω, aor. -έπλωσα:—A sail out through, τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147; τὰς Κυανέας Id.4.89; τὴν διώρυχα Id.7.122; σχοίνους δυώδεκα Id.2.29; Ἡρακλέων στηλέων Id.4.42: abs., sail out, ib.43. II in naval tactics, break the enemy's line by sailing through it, so as to be able to charge their ships in flank or rear, Hdt.6.15, Th.1.50, 7.36, Sosyl.p.31 B., Plb.1.51.9.
German (Pape)
[Seite 618] (s. πλέω), durch- u. herausschiffen, durchsegeln; Ἑλλήσποντον Her. 7, 147; s. διεκπλώω. Bes. = mit den Schiffen durchbrechen, Thuc. 1, 50. 7, 36; Xen. Hell. 1, 6, 22; Pol. 1, 51, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -πλώω, ἀόρ. -έπλωσα· - ἐντελῶς διαπλέω, διέρχομαι πλέων, τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147· τὰς Κυανέας 4. 89· τὴν διώρυχα 7. 122· σχοίνους δυώδεκα 2. 29· ὡσαύτως, Ἡρακλέων στηλέων 4. 42· ἀπολ., ἐκπλέω, αὐτόθι 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν πλέων διὰ μέσου αὐτῆς ὥστε νὰ δύναμαι νὰ προσβάλλω τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ ὄπισθεν, Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36· πρβλ. διέκπλους.
French (Bailly abrégé)
1 traverser en naviguant, acc. ou gén.;
2 se faire jour avec des vaisseaux à travers.
Étymologie: διά, ἐκπλέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. διεκπλώω Hdt.4.89, 7.122
1 cruzar, atravesar o franquear navegando hasta salir, c. ac. ref. extensiones marítimas o accidentes geog. τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147, (Ἡρακλέας στήλας) Hdt.4.43, τὰς Κυανέας διεκπλώσας Hdt.4.89, τὴν διώρυχα Hdt.7.122, τὸν Εὔριπον D.S.11.13, c. διά y gen. δι' Ἡρακλέων στηλέων διεκπλέειν atravesar las columnas de Heracles Hdt.4.42, διὰ τῶν σκοπέλων Arr.Ind.22.6
•abs. τὸν Ὀδυσσέα ταύτῃ διεκπλέοντα εἰς τὸν ὠκεανόν a Odiseo cruzando por allí en dirección el océano Str.1.2.31
•c. ac. ref. distancias recorrer σχοῖνοι δὲ δυώδεκά εἰσι οὗτοι τοὺς δεῖ τούτῳ τῷ τρόπῳ διεκπλῶσαι los esquenos que hay que recorrer en una singladura de esas características son doce Hdt.2.29
•c. ac. ref. ext. terrestres pasar, superar, dejar atrás navegando διεκπλεύσαντες δὲ ταύτην (νῆσον) Arr.Ind.21.10.
2 en táct. naval romper las líneas enemigas atravesándolas para atacar por la espalda, frec. abs., Hdt.6.15, Th.7.36, Plb.16.3.10, Sosyl.1, Plu.Alc.28, c. διά y gen. διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Plb.1.51.9, cf. Plu.Arist.8, tb. c. ac. ναυσὶ κούφαις διεξέπλεον ... τοὺς πολεμίους con naves ligeras rompían la línea de combate enemiga App.BC 4.71, ἄλλαι ... ἀλλήλας διεξέπλεον App.BC 5.119.
Greek Monolingual
(AM διεκπλέω) εκπλέω
διέρχομαι θάλασσα απ' άκρη σ' άκρη, διαπλέω
αρχ.
1. εκπλέω
2. ναυτ. (για πολεμική τακτική) διασπώ την εχθρική γραμμή επιτιθέμενος στο μέσο της έτσι που να μπορώ να προσβάλλω τα εχθρικά πλοία από πίσω ή από τα πλάγια.
Greek Monotonic
διεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, αόρ. αʹ -έπλευσα, Ιων. -πλώω, αόρ. αʹ -έπλωσα·
I. διαπλέω εντελώς, πλέω έξω διαμέσου, με αιτ., σε Ηρόδ.· απόλ., διέρχομαι πλέοντας, στον ίδ.
II. στη ναυτική πολεμική γλώσσα, διασπώ τη γραμμή του εχθρού μέσω διάπλευσης ανάμεσά της, κάνω επίθεση με ταχύπλοα σκάφη, στον ίδ., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διεκπλέω: ион. διεκπλώω
1) переплывать (ἐκ τοῦ Πόντου τὸν Ἑλλήσποντον Her.);
2) проплывать мимо (Ἡρακλέων στηλέων Her.; τὰ ἕλη Plut.);
3) выплывать на другую сторону (διεκπλώσας καὶ κάμψας τὸ ἀκρωτήριον Her.);
4) воен. прорываться на кораблях (διεκπλώοντες ἐναυμάχεον Her.; δ. οὐ διδόναι Thuc.: διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Polyb.; εἴκοσι ναυσί Plut.).
Middle Liddell
fut. -πλεύσομαι aor1 -έπλευσα ionic -πλώω aor1 -έπλωσα
I. to sail out through, c. acc., Hdt.: absol. to sail out, Hdt.
II. in naval tactics, to break the enemy's line by sailing through it, Hdt., Thuc.