Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐργαστικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστικός Medium diacritics: ἐργαστικός Low diacritics: εργαστικός Capitals: ΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ergastikós Transliteration B: ergastikos Transliteration C: ergastikos Beta Code: e)rgastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able to work, working, industrious, Hp.Prorrh.2.4 (Comp.), Pl.Men. 81e (v.l.), X.Mem.3.1.6; οἱ ἐργαστικοί the working men, Plb.10.16.1: Comp., Phld.Oec.p.32J. 2 skilled in producing, c. gen, φωνῆς Epicur. Sent.Vat.45: generally, productive, σωφροσύνης Phld.Mus.p.24K.; ὑγιείας Gp.11.2.6; ἡ ἐργαστική (sc. τέχνη) the art of manufacturing, c. gen., ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης, Pl.Plt.280e, 281a; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν the organ that prepares food, the mouth, Arist.Pol.1290b27. II of a workman, ἱμάτια Lex.Mess. in Rh.Mus.47.412 (nisi ἐργατικός legend.).

German (Pape)

[Seite 1019] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Theil, Arist. pol. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut ou qui sait travailler, travailleur, industrieux;
2 qui façonne par le travail.
Étymologie: ἐργάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς ἐργασίαν, ἐργατικός, ἐπιμελής, Ἱππ. 86Β, Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1,6· οἱ ἐργ., οἱ ἐργατικοί, οἱ ἐργάται, Πολύβ. 10. 16, 1, πρβλ. ἐργατικός. 2) ἡ ἐργαστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν τι, Πλάτ. Πολιτικ. 280Ε, 281Α· τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν, τὸ ὄργανον τὸ πρὸς πέψιν τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8.

Greek Monolingual

ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) εργαστής
μσν.
είδος μηχανής
αρχ.
1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)
2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοί
οι εργάτες.

Greek Monotonic

ἐργαστικός: -ή, -όν (ἐργάζομαι), ικανός προς εργασία, εργατικός, επιμελής, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐργαστικός: деятельный, энергичный (στρατηγός Xen.).

Middle Liddell

ἐργαστικός, ή, όν ἐργάζομαι
able to work, working, industrious, Plat., Xen.