δυσέξοδος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ον, A hard to get out of, Arist.Pol.1330b26, Lyc.1099, Paus.2.31.1: metaph., ἐρώτησις Luc.Fug.10. 2 hard to remedy, Hp.Epid.4.30.
Spanish (DGE)
-ον
1 del que es difícil salir, que hace difícil la salida c. dat. de pers. (πύργος) δ. δὲ καὶ τοῖς μετὰ ἀδείας βαδίζουσιν I.BI 7.293, sin rég. πορθμός Plu.2.981a, πράγματα ἀμήχανα καὶ δυσέξοδα Eun.Hist.18.6.41, en metáf. τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους ... βρόχου ref. al vestido sin costuras que causó la muerte a Agamenón, Lyc.1099
•fig. de difícil respuesta ἐρωτήσεις Luc.Fug.10
•subst. τό τε ἐκ τοῦ λαβυρίνθου δυσέξοδον la difícil salida del laberinto Paus.2.31.1, τὰ δυσέξοδα los lugares de difícil salida Paus.4.18.6
•difícil de atravesar, inaccesible τόπος ... ποταμοὺς ἔχων καὶ χαράδρας δυσεξόδους D.S.19.26, cf. Aristid.Or.49.20.
2 difícil de remediar medic. τοῖσι δὲ πολλοῖσι δυσέξοδον τοῦτο de síntomas de enfermedades, Hp.Epid.4.30.
German (Pape)
[Seite 679] von schwierigem Ausgang; Hippocr.; τινί, Arist. Polit. 7, 11; Sp., wie Lycophr. 1099.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέξοδος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6. 2) δυσίατος, δυσθεράπευτος, Ἱππ. 1133.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont l'issue est difficile;
2 dont l'issue est funeste HPC (maladie).
Étymologie: δυσ-, ἔξοδος.
Greek Monolingual
δυσέξοδος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο εξέρχεται κανείς με δυσκολία
αρχ.
δυσθεράπευτος.
Greek Monotonic
δυσέξοδος: -ον, αυτός από τον οποίο δύσκολα βγαίνει, εξέρχεται καποιος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
δυσέξοδος: Arst. = δυσεξίτητος.
Middle Liddell
δυσ-έξοδος, ον
hard to get out of, Arist.