παραπέτομαι

From LSJ
Revision as of 23:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπέτομαι Medium diacritics: παραπέτομαι Low diacritics: παραπέτομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: parapétomai Transliteration B: parapetomai Transliteration C: parapetomai Beta Code: parape/tomai

English (LSJ)

poet. παρπέταμαι Call. Epigr.33.6: aor. 2 παρεπτόμην or -επτάμην (v. infr.); also παρέπτην, 3pl. A παρέπτησαν Id.Iamb.Fr.9.327 P.:—fly alongside, κορώνη… ἤδη πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Arist.HA563b12; τὰς π. μυίας Id.Pol. 1323a29. 2 fly past, of specks before the eyes, Gal.1.363. 3 escape, AP6.19 (Jul.). 4 fly to, ἡμῖν ἑρπετὸν παρέπτατο Semon. 13, cf. Philostr.VA1.7; fly to one's succour, οὐ γὰρ ἂν παρέπτετο Ar. Th.1014: metaph., παραπτῆναι, of a λόγος, Philostr.Her.19.14.

German (Pape)

[Seite 493] (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

1 voler auprès ou le long de;
2 voler au delà de ; échapper à.
Étymologie: παρά, πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πέτομαι (erbij) vliegen, langsvliegen, vliegen langs:. παραπετόμενα πλάτα de vliegensvlugge roeiriem Soph. OC 717; οὐ γὰρ ἂν παρέπτατο want dan was hij niet te hulp gevlogen Aristoph. Th. 1014.

Russian (Dvoretsky)

παραπέτομαι: (fut. παραπτήσομαι, aor. 2 παρεπτόμην; part. aor. 1 med. παραπτάμενος)
1) лететь мимо, пролетать (ἡ παραπετομένη μυῖα Arst.): δῶρον παραπτάμενον Anth. мимолетный дар (о красоте);
2) перелетать, прилетать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

παραπέτομαι: ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι παρά τι, κορώνη .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· ἐκφεύγω τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) πέτομαι πρός τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε παράπτω.

Greek Monolingual

ποιητ. τ. παρπέταμαι, Α
1. πετώ κάτι κοντά ή πλαγίως σε κάτι
2. διέρχομαι πετώντας
3. διαφεύγω, ξεφεύγω
4. πετώ προς το μέρος κάποιου
5. τρέχω πετώντας για να βοηθήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πέτομαι «πετώ»].

Greek Monotonic

παραπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ παρ-επτόμην ή -επτάμην· αποθ.·
1. πετώ κατά μήκος, σε Αριστ.
2. δραπετεύω, διαφεύγω, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. -πτήσομαι aor2 παρ-επτόμην or -επτάμην
1. Dep.:— to fly alongside, Arist.
2. to fly past, to escape, Anth.