ἀνδράποδον
English (LSJ)
[δρᾰ], τό,
A one taken in war and sold as a slave, whether originally slave or free, captive, Hdt.3.125,129,5.31, etc.: orig. distinct from δοῦλος, ὅσοι δὲ ἦσαν ξεῖνοί τε καὶ δοῦλοι . . ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος εἶχε Id.3.125; τὰ ἀ. πάντα, καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Th.8.28; τὰ ἀ. τὰ δοῦλα πάντα ἀπέδοτο X.HG1.6.15.
II low fellow, 'creature', Pl.Grg.483b, Thg.130b, X.Mem.4.2.39, D.Chr.31.109; of a female slave, Pherecr.16 D.
III as a playful mode of address, Arr.Epict.1.4.14, al.—Hom., Il.7.475, has Ep.dat.pl. ἀνδραπόδεσσι (as if from ἀνδράπους), where Aristarch. proposed to read ἀνδραπόδοισι; but it is almost certain that the word was post-Homeric, and the line was rejected on that account by Zenod. and Ar.Byz. (Orig. pl.; formed on the analogy of τετράποδα, cf. τετραπόδων πάντων καὶ ἀνδραπόδων Foed.Delph.Pell.1.B7. Sg. in X.Ath.1.18, etc.)
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Morfología: [dat. plu. ép. -δεσσι Il.7.475]
1 cautivo, persona capturada en guerra como esclava Hdt.3.129, 5.31, Th.6.62
•op. δοῦλος como cautivo frente a ‘esclavo’ ὅσοι δὲ ἦσαν ξεῖνοί τε καὶ δοῦλοι ... ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος εἶχε Hdt.3.125, τὰ ἀνδράποδα πάντα, καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα todos los cautivos, tanto esclavos como libres Th.8.28, cf. X.HG 1.6.15
•esclavo en gener. Il.7.475, Th.1.139, Pl.Lg.916a, D.22.68, Is.8.35, PHib.29.1.4 (III a.C.), FD 1.486.1B7 (III a.C.), Plb.16.22.5, I.BI 4.394, AI 2.189, 4.309, BGU 1059.9 (I a.C.), Ph.1.127, 2.47, Luc.Nec.17, DMort.2.1, LXX 3Ma.7.5, POxy.1102.15 (II d.C.), D.C.55.31.4, 61.18.1, POxy.2713.12, 24 (III d.C.), 2673.19 (IV d.C.), PSI 452.3, 8 (IV d.C.), de una mujer, Pherecr.202C
•op. ἀνήρ: οὐδὲν διαφέρει τύραννος ἀνδραπόδων μᾶλλον ἄρχειν ἢ ἀνδρῶν βουλόμενος Plu.2.147d
•unido a animales ἀ. καὶ βοσκήματα Arist.Rh.1361a14, ἀ. καὶ θηρία Arist.Metaph.1075a21.
2 como palabra injuriosa siervo, miserable Pl.Grg.483b, Thg.130b, X.Mem.4.2.39, D.Chr.31.109, como forma de interpelar a uno, Arr.Epict.1.4.14.
• Etimología: Deriv. de ἀνήρ siguiendo el modelo de τετράποδον.
German (Pape)
[Seite 216] τό (vom Fuß, den der Herr auf den Sklaven setzt, um seine Herrschaft zu zeigen; weniger wahrscheinlich von ἀποδόσθαι, verkaufen), der Sklave, bes. die durch Kriegsgefangenschaft in Sklavereigerathenen, αἰχμάλωτα Xen. An. 4, 1, 12; δοῦλα Hell. 1, 6, 15; Thuc. 8, 28 καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα. Dann nimmt es den Nebenbegriff des Verächtlichen an, dem ἀνήρ entgeggstzt, Plat. Gorg. 483 b; vgl. Theag. 150 b; Xen. Mem. 4, 2, 39. – Hom. hat das Wort nur Iliad. 7, 475 ἔνθεν οἰνίζοντο Ἀχαιοί, ἄλλοι χαλκῷ, ἄλλοι σιδήρῳ, ἄλλοι ῥινοῖς, ἄλλοι βόεσσιν, ἄλλοι δ' ἀνδραπόδεσσι; statt der metaplastischen Form ἀνδραπόδεσσι las Aristarch, nach Scholl. Didym., ἀνδραπόδοισι, verwarf aber den Vers als unächt, Scholl. Aristonic. ἀθετεῖται, ὅτι νεωτερικὴ ὀνομασία τοῦ ἀνδράποδον· οὐδὲ γὰρ παρὰ τοῖς ἐπιβεβληκόσιν Ὁμήρῳ νοεῖται (Friedl. κεῖται). λυπεῖ δὲ καὶ τὸ ἄλλοι πλεονάζον, vgl. Eustath. 692, 21.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 prisonnier de guerre réduit en esclavage;
2 esclave en gén.
Étymologie: ἀνήρ, πέδον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδράποδον: (ᾰπ) τό
1) обращенный в рабство военнопленный Hom., Her., Xen.; ἀνδράποδα πάντα, καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Thuc. все военнопленные, - как рабы, так и свободнорожденные;
2) раб, невольник, тж. перен. человек с рабской душой Xen., Plat., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδράποδον: [δρᾰ], τό, λέξις τῶν πεζογράφων, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ καὶ πωληθεὶς ὡς δοῦλος, εἴτε ἦτο ἐξ ἀρχῆς δοῦλος εἴτε μή· αἰχμάλωτος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ, 3. 125, 129., 5. 31, καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ: - ἡ ἐξ ἀρχῆς διάκρισις μεταξὺ ἀνδραπόδου καὶ δούλου εἶναι σαφής, ὅσοι δὲ ἦσαν ξεῖνοί τε καὶ δοῦλοι ..., ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος εἶχε Ἡρόδ. 3. 125· τὰ ἀνδρ. πάντα, καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Θουκ. 8. 28· τὰ ἀνδρ. τὰ δοῦλα πάντα ἀπέδοτο Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 15. ΙΙ. κατήντησεν ὅμως νὰ σημαίνῃ ἁπλῶς τὸν δοῦλον, τὸν δουλικόν, ἢ τὸν δουλοπρεπῆ, Πλάτ. Γοργ. 483B, Θεάγ. 130B, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 39, πρβλ. ἀνδραποδώδης. - Ἡ λέξις εὕρηται ἐν στίχῳ τινὶ τοῦ Ὁμήρου, Ἰλ. Η. 475, ἐν τῇ Ἐπ. δοτ. πληθ. ἀνδραπόδεσσι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. ἀνδράπους) ἔνθα ὁ Ἀρίσταρχος προέτεινε τὴν γραφὴν ἀνδραπόδοισι· ἀλλ’ εἶναι σχεδὸν βέβαιον ὅτι ἡ λέξις ἦτο μεθομηρικὴ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον ὁ στίχος ὠβελίσθη ὑπὸ Ζηνοδότου καὶ Ἀριστοφάνους. (Ὁ τύπος ἀνδραπόδεσσι ὑποδεικνύει παραγωγὴν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς καὶ πούς, ἀλλὰ τό γε νῦν ἔχον οὐδὲν σαφὲς γινώσκομεν περὶ τῆς ἐτυμολογίας αὐτοῦ).
English (Autenrieth)
dat. pl. ἀνδραπόδεσσι: slave, Il. 7.475†.
Greek Monolingual
ἀνδράποδον, το (Α)
1. αιχμάλωτος που τον πουλούν ως δούλο, δούλος
2. άναντρος, άβουλος, δουλοπρεπής άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. ανδράποδα, αναλογικά προς το τετράποδα (πρβλ. τετραπόδων πάντων και ανδραπόδων). Σήμαινε κυρίως τον εχθρό που αιχμαλωτίζεται και πουλιέται ως δούλος (Όμηρος κ.ά.), προσέλαβε όμως και σημασία που εκφράζει περιφρόνηση (Πλάτων, Ξενοφών κ.ά.). Στον Όμηρο απαντά τ. ανδραπόδεσι (ως δοτ. ενός τ. ανδράπους), όπου ο Αρίσταρχος διορθώνει σε ανδραπόδοισι. Πάντως είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο τ. στον ενικό ανδράποδον είναι υστερογενής και γι΄ αυτό ο ομηρικός στίχος (Ιλ. Η 475) αμφισβητήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς].
Greek Monotonic
ἀνδράποδον: [δρᾰ], τό, Επικ. δοτ. πληθ. ἀνδραπόδεσσι,
I. κάποιος που αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο και πουλήθηκε ως δούλος, αιχμάλωτος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
II. γενικά, δούλος, δουλικός ή δουλοπρεπής άνθρωπος, σε Πλάτ., Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: prisoner of war sold as slave, slave (Il.; on the spread of the word Kretschmer Glotta 18, 76).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: The plural ἀνδράποδα (orig. cons.stem, cf. dat. pl. ἀνδραπόδεσσι Η 475) "man-footer", from which sing. ἀνδράποδον, was created after τετράποδα quadruped Wackernagel KZ 30, 298, Leumann Hom. Wörter 157f. On the -α- see Bader, Rev. phil. 43 (1969) 31.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].] [epic dat. pl. ἀνδραπόδεσσι
I. one taken in war and sold as a slave, a captive, Il., Hdt., attic
II. generally, a slave, a slavish low fellow, Plat., Xen.
Frisk Etymology German
ἀνδράποδον: {andrápodon}
Grammar: n.
Meaning: Kriegsgefangener der als Sklave verkauft worden ist, Sklave im allg. (ion. att.; zur Verbreitung E. Kretschmer Glotta 18, 76).
Derivative: Ableitungen. Deminutivum ἀνδραπόδιον (Hyp., Diph., Pap.). — Adj. ἀνδραποδώδης sklavenmäßig (Pl., Arist. usw.), wovon ἀνδραποδωδία Sklavengesinnung (Arist., Plu.). — Denominatives Verb ἀνδραποδίζω, -ομαι in Knechtschaft versetzen, als Sklaven verkaufen (ion. att.). Davon sind abgeleitet: ἀνδραπόδισις Knechtung (Xen.), -ισμός ib. (att.). — ἀνδραποδιστής Sklavenhändler (att.); ἀνδραποδιστικός ‘zum Sklavenverkauf, -händler gehörig’ (Pl., Eup.); ἀνδραποδιστήριος ib. (Tz.).
Etymology: Der Plural ἀνδράποδα (urspr. Konsonantstamm; Dat. pl. ἀνδραπόδεσσι Η 475) "Menschenfüßler", woraus sekundär der Sing. ἀνδράποδον, wurde nach τετράποδα Vierfüßler geschaffen; Brugmann Grundr.2 2: 1, 21, Wackernagel KZ 30, 298, Sommer Nominalkomp. 35, Leumann Hom. Wörter 157f.
Page 1,104-105
English (Woodhouse)
Translations
Afrikaans: slaaf; Aghwan: 𐕎𐔰𐔼𐔽𐕒𐕡; Akkadian: 𒀴; Albanian: shkarth, skllav, skllave; Arabic: عَبْد, أَمَة; Aramaic Classical Syriac: ܥܒܕܐ, ܐܡܬܐ; Armenian: ստրուկ; Aromanian: sclav, rob; Assamese: দাস; Asturian: esclavu; Avar: лагъ; Azerbaijani: qul, bəndə, kölə; Bashkir: ҡол; Belarusian: раб, рабыня, нявольнiк, нявольнiца; Bengali: দাস, গোলাম, বান্দা; Bikol Central: uripon; Breton: sklav; Bulgarian: роб, робиня, неволник, неволница; Burmese: ကျွန်, ကျွန်မ; Catalan: esclau, esclava; Cebuano: ulipon; Chechen: лай; Chickasaw: hattak yoka'; Chinese Cantonese: 奴隸, 奴隶; Mandarin: 奴隸, 奴隶; Chuvash: чура; Crimean Tatar: qul; Czech: otrok, otrokyně, rob; Danish: slave, slavinde, træl, trælkone; Dolgan: кулут; Dutch: slaaf, slavin, tot slaaf gemaakte; Esperanto: sklavo, sklavino; Estonian: ori; Faroese: trælur, trælkona, trællur; Finnish: orja; French: esclave, serf, serve; Friulian: sclâf, sclâv; Galician: escravo, escrava; Georgian: მონა; German: Sklave, Sklavin; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐌻𐌺𐍃; Greek: δούλος, σκλάβος; Ancient Greek: δοῦλος, δούλη, ἀνδράποδον, Κυλλύριοι; Greenlandic: inussiaq; Haitian Creole: esklav; Hausa: bawa, baiwa; Hebrew: עֶבֶד, אָמָה, שִׁפְחָה; Higaonon: ulipon; Hindi: दास, ग़ुलाम, दासी; Hungarian: rabszolga; Icelandic: þræll; Ido: sklavo, sklavulo, sklavino; Indonesian: hamba, budak; Ingush: лай; Irish: sclábhaí; Old Irish: mug; Italian: schiavo, schiava; Japanese: 奴隷; Kalmyk: мухла, бөгл; Kannada: ಗುಲಾಮ; Kapampangan: alipan, ipus; Karachay-Balkar: къул; Kazakh: құл; Khakas: хул; Khmer: កញ្ជះ, ខ្ញុំ, កុដធារិកា, អសេរី, អសេរិនី, បរាធីន; Korean: 노예(奴隸), 노례(奴隸); Kumyk: къул; Kyrgyz: кул; Lao: ຂ້າ; Latgalian: viergs; Latin: servus, serva, sclavus, sclava, ancilla; Latvian: vergs, verdzene; Lingala: moúmbu; Lithuanian: vergas; Macedonian: роб, робинка; Maguindanao: ulipen; Malay: hamba; Malayalam: അടിമ; Manx: sleab; Maori: mōkai taurekareka, kahunga, mōkai, pāihi, tia, poroteke, apa, kakanga; Maranao: oripen; Mari Eastern Mari: кул; Middle English: sclave, thral; Middle Persian Mongolian Cyrillic: боол; Mwani: muja; Navajo: naalté; Nepali: दास; Norwegian Bokmål: slave, slavinne, trell, trellkvinne, trælkvinne; Nynorsk: slave, slavinne, træl, trælkvinne; Occitan: esclau; Old Church Slavonic Cyrillic: рабъ, робъ; Old East Slavic: рабъ, робъ; Old English: þēow; Old Norse: þræll; Oromo: garba; Pashto: غلام; Persian: برده, غلام; Plautdietsch: Sklow; Polish: niewolnik, niewolnica, rab; Portuguese: escravo, escrava; Punjabi: ਗੁਲਾਮ; Romani: dul, dula, dulin, dulinǎ; Romanian: sclav, rob, serv, șerb; Russian: раб, рабыня, раба, невольник, невольница; Saanich: sqíeŧ; Sanskrit: दास; Sardinian: isciabu, isciau, isclavu, iscrau, iscravu, sciau; Scottish Gaelic: tràill; Serbo-Croatian Cyrillic: ро̏б, ро̀биња; Roman: rȍb, ròbinja; Shan: ၶႃႈ; Shor: қул; Sicilian: schiavu; Sinhalese: දාසයා; Slovak: otrok, otrokyňa; Slovene: suženj, sužnja; Southern Altai: кул; Spanish: esclavo, esclava; Sumerian: 𒀴, 𒀵; Swahili: mtumwa; Swedish: slav, slavinna, träl; Tagalog: alipin, busabos; Tajik: банда, ғулом, абд, асир; Tamil: அடிமை; Tatar: кол; Telugu: దాసుడు, బానిస; Thai: ทาส, ข้า; Tibetan: བྲན་གཡོག; Tocharian B: mañiye, mañiya; käryau; Turkish: köle, kul, esir, tutsak, karavaş; Turkmen: gul; Udi: неъиъшӏ; Ugaritic: 𐎓𐎁𐎄; Ukrainian: раб, рабиня, неві́льник, неві́льниця; Umbundu: upika; Urdu: غلام; Uyghur: قۇل; Uzbek: qul, banda, asir; Venetian: sciavo, sciava; Vietnamese: nô lệ; Volapük: slafan, hislafan, jislafan; Welsh: slaf, caethwas; White Yakut: кулут; Yiddish: שקלאַף, קנעכט; Yoruba: ẹrú; Zhuang: hoiq