ἐπαγωνίζομαι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A contend with, τινί Plu.Fab.23; continue to attack, Aeschin.Ep.2.2. 2 c. dat. rei, contend in, εὐνοίᾳ IG12(5).860.19 (Tenos); contend for, τῇ πίστει Ep.Jud.3: lay stress on, ἐ. τῷ λόγῳ Gal.14.246; τεκμηρίοις ἐ. Plu.Num.8; ἐ. τῇ λέξει τὰ ἰσοδυναμοῦντα παρατιθείς Aristid.Rh.1p.500S.: abs., S.E.M.3.93; exertoneself, IG22.1343.16. 3 contend again, in games, D.H.Rh.7.6. b speak after a person, follow him, Philostr.VS1.25.7; ἐ. τῷ λόγῳ Lib.Arg.D.22.
German (Pape)
[Seite 894] bei, für Etwas kämpfen, Sp.; τεκμηρίοις, mit Beweisen, Plut. Num. 8; – noch dazu kämpfen, Sext. Emp. adv. geom. 93; ταῖς νίκαις, zu den Siegen neuen Kampf hinzufügen, Plut. Cim. 13; τῷ Ἀννίβᾳ, wieder mit ihm kämpfen, Fab. 23.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπαγωνισάμην;
1 lutter en s'appuyant sur : ἐπ. τεκμηρίοις PLUT s'appuyer sur des témoignages pour soutenir une opinion;
2 lutter de nouveau : τινι contre qqn;
3 faire assaut de : ταῖς νίκαις PLUT faire assaut de victoires.
Étymologie: ἐπί, ἀγωνίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰγωνίζομαι: (aor. ἐπηγωνισάμην) (вновь) вступать в борьбу, бороться (τεκμηρίοις Plut.): ἐ. τινι Plut. возобновлять борьбу с кем-л.; ἐ. ταῖς νίκαις Plut. после (одержанных) побед продолжать борьбу.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγωνίζομαι: Ἀποθ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα, ἐπαγωνιζόμενος τῷ Ἀννίβᾳ Πλουτ. Φάβ. 23, Φιλόστρ. 538. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., ἀγωνίζομαι ὑπέρ τινος πράγματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 19, Ἐπιστολ. Ἰούδα, 3· ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 93: ― ἑτέροις ἔξωθεν... τεκμηρίοις, δυνάμει ἑτέρων ἔξωθεν τεκμηρίων, Πλουτ. Νουμ. 8.
English (Strong)
from ἐπί and ἀγωνίζομαι; to struggle for: earnestly contend for.
English (Thayer)
to contend: τίνι, for a thing, τῷ Ἀννιβα, against Hannibal, Plutarch, Fab. 23,2; ταῖς νικαις, added a new contest to his victories, id. Cim. 13,4; by others in different senses.)
Greek Monolingual
ἐπαγωνίζομαι (AM)
αγωνίζομαι για κάτι, προσπαθώ («ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείση τοῖς ἁγίοις πίστει», ΚΔ)
αρχ.
1. αγωνίζομαι επί πλέον
2. συνεχίζω την επίθεση
3. (με δοτ.) α) αγωνίζομαι υπό την επίδραση ενός γεγονότος
β) αγωνίζομαι για κάτι
γ) αγωνίζομαι μέσω κάποιου με κάτι
4. είμαι οπαδός κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπᾰγωνίζομαι: αποθ.,
1. αντιμάχομαι, αγωνίζομαι με, τινι, σε Πλούτ.
2. με δοτ. πράγμ., αγωνίζομαι, παλεύω για κάτι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
1. Dep. to contend with, τινι Plut.
2. c. dat. rei, to contend for a thing, NTest.
Chinese
原文音譯:™pagwn⋯zomai 誒普-阿哥你索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-競爭
字義溯源:熱誠努力,爭論,抵抗,爭辯;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἀγωνίζομαι)=努力)組成;其中 (ἀγωνίζομαι)出自(ἀγών)=聚集,競賽),而 (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 爭辯(1) 猶1:3