ἑλκέω

From LSJ
Revision as of 20:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκέω Medium diacritics: ἑλκέω Low diacritics: ελκέω Capitals: ΕΛΚΕΩ
Transliteration A: helkéō Transliteration B: helkeō Transliteration C: elkeo Beta Code: e(lke/w

English (LSJ)

= ἕλκω, drag about, tear asunder, in impf. νέκυν . . εἵλκεον ἀμφότεροι Il.17.395

Spanish (DGE)

1 arrastrar νέκυν ... εἵλκεον ἀμφότεροι Il.17.395, Ἀχιλῆος ... ἑταῖρον ... κύνες ἑλκήσουσιν Il.17.558, cf. 22.336, c. gen. οἵ μιν ἔφαντο ἑλκῆσαι πέπλοιο los cuales decían que la había arrastrado del peplo Arat.638.
2 hacer violencia, ultrajar c. ac. Λητὼ γὰρ ἥλκεσε Od.11.580, en v. pas. ἑλκηθείσας τε θύγατρας Il.22.62.

German (Pape)

[Seite 798] verstärktes ἕλκω, zerren, schleppen; νέκυν ἕλκεον ἀμφότεροι Il. 17, 395; τινὰ πέπλοιο, am Gewande, Arat. 637; ἑλκηθεῖσαι θύγατρες, als Gefangene fortgeschleppt, Il. 22, 62. In σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀϊκῶς, Il. 22, 336, vgl. 17, 558, ist es zerreißen, zerzausen; – übh. mißhandeln, entehren; ἥλκησε Od. 11, 580.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἑλκήσω, ao. ἥλκησα, pf. inus;
Pass. seul. part. ao.
ἑλκηθείς;
1 tirer, traîner;
2 tirailler, déchirer ; maltraiter, faire violence à, acc..
Étymologie: ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκέω: [intens. к ἕλκω
1) тащить, влечь (νέκυν Hom.);
2) разрывать, растерзывать (κύνες ἑλκήσουσι Πάτροκλον Hom.): ἑλκουμένης τῆς κοιλίας Plut. при мучительных резях в животе;
3) чинить насилие (ἑλκηθεῖσαι θύγατρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκέω: μέλλ. -ήσω, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἕλκω, σύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σπαράττω, ἐν τῷ παρατ., νέκυν... ἕλκεον ἀμφότεροι Ἰλ. Ρ. 395· ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., κύνες ἑλκήσωσιν αὐτόθι 558 (ἄλλως: ἑλκύσωσιν)· οἱ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ ἑλκήσουσ’ Χ. 336· Λητὼ γὰρ ἥλκησε, «ἐβιάσατο» Εὐστ., ἐπεχείρησε νὰ βιάσῃ τὴν Λητώ, Ὀδ. Λ. 580· οὕτως ἐν τῷ παθ., ἑλκηθείσας τε θύγατρας Ἰλ. Χ. 62· πρβλ. ἕλκητον.

English (Autenrieth)

(ἕλκω), ipf. ἕλκεον, fut. ἑλκήσουσι, aor. ἥλκησε, aor. pass. part. ἑλκηθείσᾶς: drag, drag away (as captive), Il. 22.62; of dogs pulling and tearing, Il. 17.558, Il. 22.336; of maltreating or outraging. Od. 11.580.

Greek Monolingual

ἑλκέω (Α)
1. σύρω για να κατασπαράξω («κύνες ἑλκήσουσι»)
2. (για γυναίκες) επιχειρώ να βιάσω, να διαφθείρω.

Greek Monotonic

ἑλκέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί ἕλκω, τραβώ δυνατά, τραβώ βίαια, σπαράζω, ξεσχίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ασκώ βία σε κάποιον, επιχειρώ επίθεση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἑλκέω, fut. -ήσω [strengthened for ἕλκω,]
to drag about, tear asunder, Il.: to attempt violence to one, Od.