καθεκτός

From LSJ
Revision as of 22:50, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεκτός Medium diacritics: καθεκτός Low diacritics: καθεκτός Capitals: ΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kathektós Transliteration B: kathektos Transliteration C: kathektos Beta Code: kaqekto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κατέχω) A to be held back, checked, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι D. 21.2, cf. Plu.Fab.10, Pomp.66; τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν since power could not be retained in the hands of many, Id.Brut.47; ἐν τῷ κ. εἶναι to contain oneself, Philostr.Im.2.6. Adv. οὐ -τῶς so as not to be restrained, μάχεσθαι Id.Her.10.5. II in the grip of, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.Supp.1.28.

German (Pape)

[Seite 1283] adj. verb. zu κατέχω, zurückzuhalten; θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ καθ. Dem. 21, 2; Sp., wie Plut. Fab. 10. – Auch adv., Philostr.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut arrêter, contenir.
Étymologie: adj. verb. de κατέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.

Russian (Dvoretsky)

καθεκτός: [adj. verb. к κατέχω могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.

Greek Monolingual

καθεκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.)
2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν» — επειδή η εξουσία δεν ήταν πλέον δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, Πλούτ.)
3. ο αρπαγμένος από κάποιον
4. εφικτός, καταληπτός
4. φρ. «ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι» — να κρατηθεί κάποιος, να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει αδιάφορος.
επίρρ...
καθεκτῶς (Α)
με τρόπο που επιδέχεται αναχαίτιση και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — έτσι ώστε να μην περιορίζεται κανείς, Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ρηματ. επίθ. σε -ός του ρ. κατ-έχω με σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

καθεκτός: -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καθεκτός: -ή, -όν, (κατέχω) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, ἐπειδὴἐξουσία δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι, νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ ἀδιάφορος, Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, οὕτως ὥστε νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».

Middle Liddell

καθ-εκτός, κατέχω
to be held back or checked, Dem.: to be retained, Plut.