εἰσπέτομαι

From LSJ
Revision as of 12:05, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπέτομαι Medium diacritics: εἰσπέτομαι Low diacritics: εισπέτομαι Capitals: ΕΙΣΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: eispétomai Transliteration B: eispetomai Transliteration C: eispetomai Beta Code: ei)spe/tomai

English (LSJ)

fut. -πτήσομαι: aor. εἰσεπτόμην Ar. (v. infr.), but 3sg. -έπτατο Il.21.494; part. ἐσπτόμενοι D.C.45.17: also in Act. form -έπτην Ath.9.395a, Plu.2.461e, etc.: aor. Pass. in med. sense, -πετασθῆναι Arist. HA624b6:—fly into, fly in, c.acc., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Il. l. c.; ἐς τὸν ἀέρα Ar.Av.1173; of weapons, ἐς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πρὸς τὰς χεῖρας D.C.40.22: metaph. of reports, Hdt.9.100, 101.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Paus.9.40.2, Philostr.Ep.72, D.C.40.22.4
• Morfología: med. ind. aor. -έπτετο Ar.Au.278, part. -πτόμενοι D.C.45.17.6; otros aor. v. εἰσπετάννυμι
entrar volando, llegarse volando de aves e insectos, c. adv. o giro prep. de direcc. οἱ μὲν (σφῆκες) εἰς τὸν πρωκτὸν αὐτῶν εἰσπέτεσθ' Ar.V.431, τῶν γὰρ θεῶν τις ἄρτι τῶν παρὰ τοῦ Διὸς διὰ τῶν πυλῶν εἰσέπτετ' εἰς τὸν ἀέρα Ar.Au.1173, τοὺς τροχίλους φασὶν εἰσπετομένους εἰς τὰ στόματα τῶν κροκοδείλων Arist.Mir.831a11, ὄρνιθας δὲ τῆς πέτρας κατὰ κορυφὴν εἰσπετομένους Plu.2.941f, cf. Antig.Mir.100, Arr.Peripl.M.Eux.21.4, Paus.l.c., D.C.l.c., Epit.8.1.1, ἱέραξ ... εἴσω εἰσπετόμενος Thphr.Sign.17
c. ac. de direcc. (τὸ ζῷον) σίνεται δὲ καὶ κόρας ὀφθαλμῶν εἰσπετόμενον ref. el mosquito, Ph.2.97, οἱ πελαργοὶ τὰς πεπορθημένας πόλεις οὐκ ἐσπέτονται Philostr.Ep.72
sin indic. de direcc. Ar.Au.278, Arist.HA 612a21, Luc.VH 1.34, Ael.NA 4.2, Clem.Al.Protr.4.52
de armas arrojadizas ἔς τε γὰρ τοὺς ὀφθαλμούς σφων ἐσπετόμενα D.C.40.22.4.

German (Pape)

[Seite 745] = εἰσίπταμαι; εἰσεπέτοντο Teleclid. Ath. VI, 268 (v. 12).

French (Bailly abrégé)

s'introduire en volant dans.
Étymologie: εἰς, πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσπέτομαι: Arst. = εἰσπετάννυμι и εἰσίπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπέτομαι: μέλλ. πτήσομαι: ἀόρ. εἰσεπτάμην (ὡσεὶ ἐκ ῥήματος εἰσίπταμαι), ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν ἐνεργ. τύπῳ -έπτην Ἀθήν. 395Α, Πλούτ., κτλ.: παθ. τις ἀόριστος -πετασθῆναι εὕρηται παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 40, 15: ― πέτομαι εἰς ἢ ἐντὸς..., μετ’ αἰτ., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Ἰλ. Φ. 494· εἰς τὸν ἀέρα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1173· μεταφ. ἐπὶ φήμης, Ἡροδ. 9. 100, 101.

Greek Monolingual

εἰσπέτομαι (Α)
πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» — σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα της πέτρας κυνηγημένη από γεράκι
β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» — φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο στρατόπεδο).

Greek Monotonic

εἰσπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ εἰσ-επτάμην (σαν να προέρχεται από το εἰσ-ίπταμαι), επίσης σε Ενεργ. τύπο -έπτην· πετώ εντός, μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., για φήμες, πληροφορίες, ειδήσεις, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -πτήσομαι acr. 2 εἰσ-επτάμην [εἰσεπτάμην as if from εἰσίπταμαι also in act. form -έπτην
to fly into, c. acc., Il.; metaph. of reports, Hdt.