εὔμορφος

From LSJ
Revision as of 14:05, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμορφος Medium diacritics: εὔμορφος Low diacritics: εύμορφος Capitals: ΕΥΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: eúmorphos Transliteration B: eumorphos Transliteration C: eymorfos Beta Code: eu)/morfos

English (LSJ)

ον, fair of form, comely, goodly, Sapph.76 (Comp.), Hdt. 1.196, A.Ag.416, 454 (both lyr.); σῶμα… εὔ. ἰδεῖν S.Fr.88.10: γαμεταί, ἀνδράποδα, D.H.11.2, Ph.2.478 (Sup.): metaph., εὔ.κράτος A.Ch. 490.

German (Pape)

[Seite 1081] schöngestaltet, κολοσσοί Aesch. Ag. 405, öfter; παρθένων εὐμόρφοις χλιδαῖσιν Suppl. 981; σῶμα Soph. frg. 109; Sapph. bei Hephaest. p. 64. In Prosa erst Sp., dah. es die Atticisten für hellenistisch erkl.; μειράκια Pol. 31, 24, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de belle forme, beau, noble.
Étymologie: εὖ, μορφή.
Ant. δύσμορφος, ἄμορφος.

Russian (Dvoretsky)

εὔμορφος:
1 красивый, прекрасный, изящный (παρθένος Her.; σῶμα Soph.; γυνή Plut.);
2 величественный, великолепный, славный (κράτος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμορφος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὡραίαν μορφήν, ὡραῖος, Σαπφὼ 78, Ἡρόδ. 1. 196, Αἰσχύλ. Ἀγ. 416, 454· σῶμα εὔμορφον ἰδεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 109. 10· μεταφ., εὔμ. κράτος Αἰσχύλ. Χο. 490.

Greek Monolingual

-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ εὔμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» — η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη ζωντανή γυναίκα], Αισχύλ.)
2. (γενικά) όμορφος, ευπρεπής
3. μτφ. θαυμαστός, αξιοθαύμαστος («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον κράτος», Αισχύλ.)
4. μτφ. ταιριαστός, κατάλληλος
5. μτφ. ευχάριστος, θελκτικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔμορφον
ο καλός τρόπος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὄμορφα
η ομορφιά.
επίρρ...
ευμόρφως και εύμορφα και όμορφα (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)
με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, ποικιλόμορφος. Το επίθ. χαρακτηρίζει κυρίως τη σωματική ομορφιά (πρβλ. και τα σύνθ. ευμορφ-άνθρωπος, ευμορφο-γυναίκα), ενώ τα ωραίος και καλός έχουν γενικότερη σημασία. Συγγενέστερο σημασιολογικά το ευ-ειδής, που αναφέρεται κυρίως στη γυναικεία ομορφιά. Από τον τ. εύμορφος > μσν. έμμορφος (με αφομοίωση) ή έμορφος (με απλοποίηση του συμπλέγματος -vm- σε -m-) > όμορφος είτε από το άρθρο (ο έμορφος) ή με (προληπτική) αφομοίωση του ε σε ο κατά τα ακολουθούντα ο].

Greek Monotonic

εὔμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει ωραία μορφή, κομψός, χαριτωμένος, όμορφος, εμφανίσιμος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-μορφος, ον μορφή
fair of form, comely, goodly, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

comely, shapely

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)