καταπληκτικός
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ή, όν, striking, astonishing, εὐπρόσωπος καὶ κ. Macho ap.Ath.13.578c; εὐπρέπεια κ. Phld.Hom.p.58O.; terrible, προσβολαί Plb.3.13.6; πρόσοψις, διήγησις, κραυγή, Id.3.114.4, 4.28.6, 11.16.2; τὰ εἰς πόλεμον κ. D.S.2.16; but expressly opp. φοβερός in Muson.Fr.33p.122H. (nisi leg. καταλλακτικός). Adv. -κῶς Plb.3.41.3, D.S.3.35, etc.
German (Pape)
[Seite 1370] ή, όν, zum Niederschlagen, Erschrecken geeignet; προσβολή Pol. 3, 13, 6; κραυγή 11, 16, 2 u. öfter; in Furcht u. Staunen setzend, εὐπρόσωπος οὖσα καὶ καταπληκτική Macho bei Ath. XIII, 578 c; Bewunderung erregend, Pol. 4, 28, 6; ὄψις Plut. Lyc. 22 (vgl. φοβερός). – Adv., καταπληκτικῶς πολεμεῖν, λέγειν, Pol. 3, 41, 3. 4, 85, 2.
Russian (Dvoretsky)
καταπληκτικός:
1 внушающий страх, наводящий ужас (προσβολή, κραυγή Polyb.);
2 поразительный (διήγησις Polyb.; ὄψις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπληκτικός: -ή, -όν, δυνάμενος νὰ καταπλήξῃ, φέρων κατάπληξιν, θαυμασμὸν, εὐπρόσωπος καὶ κ. Μάχων παρ’ Ἀθην. 578C· ἵνα μὴ μόνον εὐπαρακολούθητος, ἀλλὰ καὶ κ. γένηται ἡ διήγησις Πολύβ. 4. 28, 6, ὅπερ ἀλλαχοῦ, σαφῆ τὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὰ λέγει 8. 4, 10· διὸ καὶ ὁ Μουσών. παρὰ Στοβ. Ἀνθολ. 326, 43 διαστέλλει τὸ καταπληκτικὸν τοῦ φοβεροῦ: πειρατέον καταπληκτικὸν μᾶλλον τοῖς ὑπηκόοις ἢ φοβερὸν θεωρεῖσθαι. 2) τρομερός, πρόσοψις, κραυγή, προσβολὴ Πολύβ. 3. 114, 4., 11. 16, 2., 3. 13, 6· τὰ εἰς πόλεμον κατ. Διόδ. 2, 16.― Ἐπίρρ., -κῶς, μετὰ καταπλήξεως, κ. πολεμεῖν Πολύβ. 3. 41, 3· κ. λέγειν 4. 85, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM καταπληκτικός, -ή, -όν) κατάπληκτος
1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος
2. τρομερός, φοβερός.
επίρρ...
καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς)
νεοελλ.
με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάνταστα
μσν.-αρχ.
με κατάπληξη, με θαυμασμό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπληκτικός -ή -όν, adj. verb. van καταπλήσσω, afschrikwekkend:. ὥστε... καταπληκτικὴν τὴν ὄψιν εἶναι zodat de aanblik schrikwekkend was Plut. Lyc. 22.5; ὀγκώμενος μάλα τραχὺ καὶ καταπληκτικόν heel ruw en afschrikwekkend brullend Luc. 28.22.