νευρά
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
Ion. νευρή, ἡ, Ep. gen. sg. νευρῆφι(ν) Il.8.309, 15.313, 21.113:—A string or cord of sinew, in Ep. usually bowstring, ν. ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Il.15.463,469; βαρύφθογγος Pi.I.6(5).34, cf. S.Ph.1005, E.Ba.784, X.An.4.2.28, etc.: made from νεῦρον, Arist.HA540a19; μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. Id.Rh.1401b16. 2 harpstring, Poll.4.62. 3 strand of a torsion-engine, IG22.554.15. 4 withe, LXX Jd.16.7. 5 wrongly taken by some, = νεῦρον, Il.8.328. (Cogn. with νεῦρον.)
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, ion. νευρή, – 1) die Sehne; bei Hom. Bogensehne, λίγξε βιός, νευρὴ δὲ μέγ' ἴαχεν, Il. 4, 125; (ὀϊστόν) θῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 324, wie ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν, 4, 118; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν, 8, 309; ἔλκειν νευρήν, νευρὴν ἐντανύσαι, Od. 24, 171 u. öfter; u. so ist auch Il. 8, 328 ῥῆξε δέ οἱ νευρήν = er zerriß ihm die Sehne des Bogens, nicht = νεῦρον zu nehmen; die Bogensehne war gedreht, wie die Beiwörter ἐϋστρεφής und νεόστροφος zeigen; – Pind. οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς, I. 5, 32; ἐν χρείᾳ φίλης νευρᾶς, Soph. Phil. 993; τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράς, Eur. Bacch. 783; εἷλκον τὰς νευράς, Xen. An. 4, 2, 28; τοὺς τοξότας ἐπιβεβλῆσθαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς, 5, 2, 12. – 2) bei Sp. auch die Darmsaite, wie νεῦρον. – Übertr., σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτεῖναι, Luc. Nigr. 36.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
nerf ; corde d'arc.
Étymologie: cf. νεῦρον.
Russian (Dvoretsky)
νευρά: ион. νευρή ἡ (эп. gen. и dat. pl. νευρῆφιν) тетива: νευρὴν ἕλκειν или ἐντανύσαι Hom. натянуть тетиву.
Greek (Liddell-Scott)
νευρά: Ἰων. -ρή, ἡ, (πρβλ. νεῦρον) σχοινίον ἢ χορδὴ ἐκ νεύρων ἢ ἐντέρων, χορδὴ τόξου, αὕτη δὲ παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἡ ἐπικρατοῦσα σημ.· καὶ ὡς οὖσα συνεστραμμένη, καλεῖται ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Ἰλ. Ο. 463, 469· καὶ ὡς βαρέως ἠχοῦσα, βαρύφθογγος Πινδ. Ι. 6 (5). 50· οὕτω παρὰ Σοφ. Φ. 1005, Εὐρ. Βάκχ. 784, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 28, κτλ.· ἐν Ἰλ. Θ. 328, ῥῆξε δέ οἱ νευρήν, τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὴν λ. ὡς σημαίνουσαν νεῦρον, τὸν τένοντα δηλ. τῆς χειρός· ἀλλὰ μικρὸν ἀνωτέρω (324) ἔχομεν θῆκε δ’ ἐπὶ νευρῇ [ὀϊστόν], καὶ οὐδεὶς λόγος ὑπάρχει κωλύων ὑμᾶς νὰ ἐκλάβωμεν τὴν λέξιν ἐν τῇ συνήθει αὐτῆς σημασίᾳ· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῆς λέξ. νεῦρον ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9· μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24. 6. 2) ἡ χορδὴ ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 62. 3) λύγος, «λυγαριά», Ἑβδ. (Κριτ. Ιϛʹ, 7).
English (Slater)
νευρά bowstring σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.34)
Greek Monolingual
η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή)
χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νεύρο].
Greek Monotonic
νευρά: ἡ, Ιων. -ρή, = νεῦρον, σχοινί ή χορδή κατασκευασμένη από νεύρα ή έντερα ζώου, χορδή τόξου, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
Middle Liddell
νευρά, Ionic -ρή, ἡ, = νεῦρον II]
a string or cord of sinew, a bowstring, Hom., Hes., etc.
Frisk Etymology German
νευρά: {neurá}
Forms: ion. -ή
Grammar: f.
Meaning: Bogensehne, Sehne (vorw. ep. poet. seit Il., auch X., Arist. u.a.);
Derivative: Deminutivum νευρίον n. (AP). Erweiterte Form νευρειή (Theok. 25, 213; Versanfang); vgl. ἐγχείη (: ἔγχος) u.a.; Oxytonierung nach νευρή. — Daneben νεῦρον n. Sehne, Bogensehne, Schnur, Saite, Nerv, männliches Glied, übertr. im Plur. Stärke, Kraft (seit Il.). Zahlreiche Kompp., z.B. νευρόσπαστος von Sehnen gezogen, pl. Subst. n. Gliederpuppen (Hdt., X. u.a.) mit νευροσπάστης, -ικός, -ία, -έω (Arist., hell. u. sp.). Ableitungen: 1. Deminutivum νευρίον (Hp.). — 2. Pflanzenname νευράς, -άδος f. = ποτίρριον (Dsk., Plin.), δορύκνιον (Plin.). — 3. Adj. νευρώδης sehnig (ion. att.), -ινος aus Sehnen gemacht (Pl., Arist. u.a.), -ικός an den Sehnen kränkelnd (Mediz.). — 4. Verb νευρόομαι, -όω, auch mit ἀπο-, ἐκ-, ‘mit Sehnen versehen (werden)’ (Ar., Ph., Gal. u.a.) mit ἀπονεύρωσις f. das Ende der Muskeln, wo sie in Sehnen übergehen (Gal.).
Etymology: Zu νεῦρον: νευρά vgl. φῦλον: φυλή und, mit mask. ο-Stamm, die zahlreichen Verbalnomina vom Typus τόμος: τομή. — Zu νεῦρον stimmt bis auf das Genus lat. nervus Sehne, Muskel, Nerv aus *neuros; in beiden Wörtern handelt es sich um eine thematische Erweiterung des r-Stamms in aw. snāvarə n. Sehne, toch. B ṣñaura Sehnen, Nerven, arm. neard Sehne, Faser, Fiber (mit auslaut. idg. -t; vgl. zu ἦπαρ); daneben der alternierende n-Stamm in aind. snāvan- n. Band, Sehne; idg. *snē-u̯(e)r / n-, Ableitung auf -u̯er / n- von einem. Verb für ‘(Fäden) zusammendrehen’ in 2. νέω spinnen. — W.-Hofmann s. nervus m. reicher Lit., Benveniste Origines 21 u. 111; zu den alt- u. m.ind. Formen bes. Tedesco Μνήμης χάριν 2, 182ff.
Page 2,308-309