μετανίσσομαι

From LSJ
Revision as of 14:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source

German (Pape)

[Seite 151] (s. νίσσομαι), hinüber, auf die andere Seite gehen; ἦμος δ' Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Il. 16, 779, Od. 9, 58, sobald Helios zum Stierabspannen, d. i. zur abendlichen Seite des Himmels hinüberwandelte; – nach Einem gehen, um ihn zu erreichen, μετανίσσεαι αὐτόν, Pind. P. 5, 8; Eur. Troad. 131.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
se diriger d'un autre côté, s'en aller, s'éloigner.
Étymologie: μετά, νίσσομαι.

Russian (Dvoretsky)

μετανίσσομαι:
1 переходить: ἦμος δ᾽ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε Hom. когда Солнце стало склоняться ко времени распряжки волов, т. е. к вечеру;
2 приходить за (кем-л.), прибывать, чтобы взять (τὰν Μενελάου ἄλοχον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μετανίσσομαι: ἀποθετ., πορεύομαι, μεταβαίνω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, ἦμος δ’ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, ὅτε δὲ ὁ Ἥλιος ἐχώρει πρὸς τὴν ἑσπέραν, καθ’ ὃν χρόνον οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58· ― ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέω, χύνομαι εἰς ἕτερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 658. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, διώκω, Εὐρ. Τρῳ. 131· ὡσαύτως, κερδαίνω, λαμβάνω κατοχήν τινος, Πινδ. Π. 5, 8· ἀπέρχομαι εἰς ἀναζήτησίν τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1245, Ἀνθ. Π. 0. 384 (ἔνθα μετανείσεται).

English (Autenrieth)

pass over (the meridian), of the sun, only w. βουλῦτόνδε.

Greek Monotonic

μετανίσσομαι:I. αποθ., περνώ στην άλλη πλευρά, Ἠέλιος μετενίσσετο, ο ήλιος περνούσε από τον μεσημβρινό, σε Όμηρ.
II. με αιτ., επιδιώκω, στοχεύω, σε Ευρ.· επίσης, νικώ, αποκτώ κυριότητα, σε Πίνδ.

Middle Liddell



I. to pass over to the other side, Ἠέλιος μετενίσσετο the sun was passing over the meridian, Hom.
II. c. acc. to go after, pursue, Eur.: also to win, get possession of, Pind.