χαυνόω

From LSJ
Revision as of 12:34, 5 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαυνόω Medium diacritics: χαυνόω Low diacritics: χαυνόω Capitals: ΧΑΥΝΟΩ
Transliteration A: chaunóō Transliteration B: chaunoō Transliteration C: chavnoo Beta Code: xauno/w

English (LSJ)

A make flaccid, relax:—Pass., to become flaccid, Heliod. ap.Orib.46.22.1, Ael.NA12.17; ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Gp.5.2.2.
b Pass., of inflammation, subside, Alex.Trall.3.3.
2 χαυνοῦσα (codd.Ath.) is f.l. for χανοῦσα, opening the mouth in kissing, in Ephipp.6.5.
II metaph., puff up, fill with conceit, E.Andr.931, Pl.Ly.210e:—Pass., become vain, Arist.VV1251b18, Plb.6.57.7; ταῖς πράξεσι Phld.Hom.p.55 O.; ἐπὶ τούτοις Plu.Caes. 29; ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Babr.95.36; κόραξ ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη Id.77.8; ὑπὸ τῆς δυνάμεως D.C.Fr.49.3.
2 relax, weaken, εἰρήνη χ. τὴν πολιτείαν Lyd.Mag.3.51:—Pass., of character, Heliod. in EN149.13.

German (Pape)

[Seite 1341] schlaff, lose, schwammig machen, u. übtr. = aufblähen; χαυνοῦσα τὸ στόμα τοῖς στρουθίοις ὁμοίως Ephipp. bei Ath. VIII, 363, vgl. 572 f, von einem weichen Kusse; – stolz u. aufgeblasen machen, pass. sich aufblähen, stolz sein; αἵ μοι λέγουσαι τούσδ' ἐχαύνωσαν λόγους Eur. Andr. 932; pass. bei Arist. virt et vit. 7, 5; Pol. 6, 57, 7. 16, 21, 12 u. Sp., wie Plut.; ἐχαυνώθη καρδίην Babr. 77, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. χαυνώσω;
Pass. ao. ἐχαυνώθην, pf. κεχαύνωμαι;
1 rendre lâche ; Pass. devenir lâche, mou, flasque;
2 fig. gonfler de vanité, de présomption, etc. ; Pass. s'enfler d'un vain orgueil : ἐπί τινι, au sujet de qch.
Étymologie: χαῦνος.

Russian (Dvoretsky)

χαυνόω: досл. разрыхлять, перен. наполнять самомнением (τινα Eur., Plat.): χαυνοῦσθαι ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν ἐπαίνων Plut. зазнаться от чрезмерных похвал; ἐπὶ τούτοις ἐχαυνοῦτο Plut. это вскружило ему голову.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνόω: μέλλ. -ώσω. κάμνω τι πορῶδες ἢ πλαδαρόν, χαλαρώνω, Φιλῆς 35. 8. - Παθ., γίνομαι χαῦνος, χαλαροῦμαι, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 17· ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Γεωπον. 5. 2, 2. 2) παρ’ Ἐφίππῳ ἐν «Ἐμπολῇ» 1.5, χαυνοῦσα πρέπει νὰ εἶναι = χάσκουσα, ἀνοίγουσα τὸ στόμα κατὰ τὸ φίλημα· ἀλλ’ ὁ Meineke θεωρεῖ ὕποπτον τὴν λέξιν ΙΙ. μεταφορ., φυσιῶ, φουσκώνω, πληρῶ ματαιοφροσύνης, ἢ ἀλαζονείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 931, Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· - Παθ., γίνομαι μάταιος, ματαιόφρων, ἀλαζών, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 7, 5· ἐπί τινι Πλουτ. Καῖσ. 29· ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Βαβρ. 95. 36· κόραξ καρδίην ἐχαυνώθη ὁ αὐτ. 77.

Greek Monolingual

χαυνῶ, χαυνόω, ΝΜΑ χαῡνος
νεοελλ.
(μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τον χαυνώνει»)
μσν.
1. μτφ. εξασθενίζω κάτιεἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)
2. παθ. χαυνοῦμαι, -όομαι
γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ χαυνοῦται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι πλαδαρός («χαυνοῦσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῖς κυούσαις», Αιλ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ενέργεια) χαλαρώνω
2. μτφ. κάνω κάποιον αλαζόνα
3. παθ. (για φλόγωση) παρέρχομαι, θεραπεύομαι.

Greek Monotonic

χαυνόω: μέλ. -ήσω,
I. κάνω κάτι πορώδες ή χαλαρό.
II. μεταφ., φουσκώνω, γεμίζω με κούφια έπαρση, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

χαυνόω, fut. -ώσω
I. to make porous or flaccid.
II. metaph. to puff up, fill with conceit, Eur., Plat.