ἀπαράμυθος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, = ἀπαραμύθητος (not to be persuaded, not to be entreated, inexorable, incorrigible, comfortless, not admitting consolation, inconsolable), inexorable, κέαρ A. Pr. 185 (lyr.) ; restive, ὄμμα πωλικόν E. IA 620. [In A. απ- metri gr.]
Spanish (DGE)
(ἀπαράμῡθος) -ον
• Prosodia: [ᾱ- A.Pr.185]
1 inexorable κέαρ A.l.c.
2 indócil ὄμμα πωλικόν E.IA 620.
German (Pape)
[Seite 279] nicht zu überreden, zu beschwichtigen, κέαρ Aesch. Prom. 183 [απ., nach Analogie von ἀθάνατος]; Eur. I. A. 620.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inflexible, inexorable;
2 non encouragé, non rassuré.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαράμῡθος:
1 неумолимый, непреклонный (κέαρ Aesch. - с ᾱπ-);
2 неуспокоенный, пугливый (ὄμμα πωλικόν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράμῡθος: -ον, = τῷ προηγ., ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, ὄμμα πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- χάριν τοῦ μέτρου].
Greek Monolingual
-ον (Α) παραμυθούμαι
απαραμύθητος, αδυσώπητος, δύστροπος.
Greek Monotonic
ἀπᾰράμῡθος: -ον, = το προηγ., ανηλεής, αδυσώπητος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
= απαραμύθητος]
inexorable, Aesch.