ἀποστυφελίζω

From LSJ
Revision as of 17:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστῠφελίζω Medium diacritics: ἀποστυφελίζω Low diacritics: αποστυφελίζω Capitals: ΑΠΟΣΤΥΦΕΛΙΖΩ
Transliteration A: apostyphelízō Transliteration B: apostyphelizō Transliteration C: apostyfelizo Beta Code: a)postufeli/zw

English (LSJ)

drive away by force from, τινά τινος Il.18.158, AP 7.603 (Jul. Aegypt.).

Spanish (DGE)

(ἀποστῠφελίζω)
separar c. gen. separat., sin ac. expreso, (a Héctor) νεκροῦ Il.18.158, μόχθων AP 7.603 (Iul.Aegypt.)
c. ac. y gen. separat. τρυφάλειαν ... κομάων Nonn.D.21.7
c. ac. y giro preposicional arrojar Γλαῦκον ἀπεστυφέλιξαν ἐπὶ χθονὶ λυσσάδες ἵπποι Nonn.D.11.143.

German (Pape)

[Seite 328] (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχθων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).

French (Bailly abrégé)

repousser ou séparer avec violence : τινά τινος une personne d'une autre.
Étymologie: ἀπό, στυφελίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστῠφελίζω:
1 отталкивать, отгонять, оттеснять (τινά τινος Hom.);
2 отрывать, освобождать (μόχθων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστῠφελίζω: ἀπωθῶ, ἀποδιώκω τινὰ διὰ τῆς βίας, ἀπομακρύνω, τινά τινος Ἰλ. Σ. 158, Ἀνθ. Π. 7. 603.

English (Autenrieth)

only aor. ἀπεστυφέλιξε, -αν: smite back, knock back (from); τινός, Il. 18.158. (Il.)

Greek Monolingual

ἀποστυφελίζω (Α)
απομακρύνω διά της βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»].

Greek Monotonic

ἀποστῠφελίζω: μέλ. -ξω, απωθώ κάποιον με τη χρήση βίας από, απομακρύνω από, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


to drive away by force from, τινά τινος Il.