βληχή

From LSJ
Revision as of 14:00, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχή Medium diacritics: βληχή Low diacritics: βληχή Capitals: ΒΛΗΧΗ
Transliteration A: blēchḗ Transliteration B: blēchē Transliteration C: vlichi Beta Code: blhxh/

English (LSJ)

Dor. βλαχά, ἡ, bleating, οἰῶν Od.12.266; of lambs, E.Cyc.48 (lyr., pl.); wailing of infants, A.Th.348 (lyr., pl.). (Onomatop.)

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. βλᾱχά A.Th.348, E.Cyc.48, 59
1 balido de corderos Od.12.266, E.ll.cc., A.R.4.968, Longus 1.23.1, de cabras, Opp.C.2.365, Hsch.
2 llanto infantil, vagido βλαχαὶ ... τῶν ἐπιμαστιδίων A.l.c.
• Etimología: Origen onomat., cf. aesl. blĕjati, let. blêt, etc.

German (Pape)

[Seite 449] ἡ, Geblök, οἰῶν Od. 12, 266 (ἅπαξ εἰρημ.); von Ziegen Opp. C. 2, 365; Kindergeschrei, ἐπιμαστιδίων, Aesch. Spt. 330; τεκέων Eur. Cycl. 48.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 bêlement;
2 vagissement.
Étymologie: cf. lat. balare.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βληχή -ῆς, ἡ, Dor. βλᾱχά geblaat; alg. gekerm:. βλαχαὶ … τῶν ἐπιμαστιδίων gekerm van kinderen aan de borst Aeschl. Sept. 348.

Russian (Dvoretsky)

βληχή: дор. βλᾱχά
1 блеяние (οἰῶν Hom.);
2 только pl. визг, крик (ἐπιμαστιδίν Aesch.; τεκέων Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bleating (μ 266, A.).
Dialectal forms: Dor. βλαχά
Derivatives: βληχάομαι bleat (Ar.), perhaps not denomin., but an independent intensive like βρυχάομαι, μυκάομαι etc. (s. Schwyzer 683). - βληχηθμός (Ael.; cf. μυκηθμός a. o.), βλήχημα H., βληχάς (Opp., cf. μηκάς, Schwyzer 508). βληχητά pl. bleating animals (Eup., cf. ἑρπετά u. a.). βληχώδης bleating (Babr.). βληχάζω (Autocr.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: An elementary formation, with several parallels, e. g. Čech. blekati, MLG bleken > NHG. blöken; without velar RussCSl. blějati, Latv. blêt, MHG bloejen; with dental Germ., e. g. OE blætan, OHG. blāʒen; all with orig. . Trag. βλαχά must be hyperdoric; note βληχάομαι in Theoc.

English (Autenrieth)

bleating, Od. 12.266†.

Greek Monolingual

η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.)
το βέλασμα των προβάτων
αρχ.
το κλάμα του βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι (-άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρυχώμαι, μυκώμαι), αίρεται από το γεγονός ότι το βληχώμαι είναι μτγν. του βληχή, ενώ αβέβαιη φαίνεται και η υπόθεση ότι βληχώμαι < βληχή. Ο τ. βλᾱχᾱ, ο οποίος απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. βληχή συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική ρίζα blē-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωνα
πρβλ. τσεχ. blekati, μσν. γερμ. bleken > νέο άνω γερμ. bloken
αγγλοσαξ. blōetan, αρχ. άνω γερμ. blazen κ.ά.].

Greek Monotonic

βληχή: Δωρ. βλᾱχά, , βέλασμα· οἰῶν, σε Ομήρ. Οδ.· το κλάμα των παιδιών (νηπίων), σε Ευρ. (ηχομιμ. λέξη).

Greek (Liddell-Scott)

βληχή: Δωρ. βλᾱχά, ἡ, τὸ βέλασμα, οἰῶν Ὀδ. Μ. 266· αἱ κραυγαί, κλαυθμυρισμὸς τῶν νηπίων, Εὐρ. Κύκλ. 48· πρβλ. ἀρτιτρεφής (Ἴδε βληχάομαι).

Middle Liddell

[Formed from the sound.]
a bleating, οἰῶν Od.: the wailing of children, Eur.

Frisk Etymology German

βληχή: dor. βλαχά (vgl. unten)
{blēkhḗ}
Grammar: f.
Meaning: Geblök (μ 266, A. Th. 348 [lyr.], E. Kyk. 48 [lyr.]).
Derivative: Daneben βληχάομαι blöken (Ar., Theok. u. a.), der Form nach denominativ aber in Wirklichkeit wahrscheinlich eine unabhängige Intensivbildung wie βρυχάομαι, μυκάομαι usw. (s. Schwyzer 683), wobei das früher aber vereinzelt belegte βληχή als postverbal zu beurteilen ist. — Von βληχάομαι auch βληχηθμός (Ael., Nonn., wie μυκηθμός u. a.), βλήχημα H., βληχάς (Opp., nach μηκάς, Schwyzer 508) und βληχητά pl. blökende Tiere (Eup., Ael., wie ἑρπετά u. a.). — Außerdem βληχώδης blökend (Babr.), zunächst von βληχή. — Erweiterte Verbalform βληχάζω (Autokr.).
Etymology: Alte Elementarschöpfung, die indessen gleichzeitig mit mehreren gleichartigen und gleichbedeutenden Wörtern in anderen idg. Sprachen genetisch verwandt sein kann, z. B. čech. blekati, mnd. bleken > nhd. blöken; ohne Guttural russ.-ksl. blějati, lett. blêt, mhd. bloejen; mit Dental germ., z. B. ags. blǣtan, ahd. blāʒen; alles mit (urspr.) ē-Vokal. Das nur bei den Tragg. in lyrischen Abschnitten vorkommende βλαχά muß ein Hyperdorismus sein; zu beachten βληχάομαι bei Theok.
Page 1,244

Mantoulidis Etymological

(=βέλασμα, τό κλάψιμο τῶν μωρῶν). Ἡ λέξη εἶναι ὀνοματοποιημένη ἀπό τό βέλασμα τῶν ἀρνιῶν, ὅπως μυκάομαι γιά τούς ταύρους, βρυχάομαι γιά τά λιοντάρια.
Παράγωγα: βληχῶμαι, βλήχημα, βληχάς, βληχηθμός, τά βληχητά (=πρόβατα).

Translations

Bulgarian: блеене; Catalan: bel; Czech: bečení, bek; Danish: mæh; Dutch: geblaat; Faroese: jarm, jarman, jarming; Finnish: määkiminen, määintä; French: bêlement, bêlement, béguètement; German: Blöken; Greek: βέλασμα; Ancient Greek: βληχή, βλαχά, βληχάς, βλήχησις, βληχηθμός, βλήχημα, βρύχημα, βληχητόν, βλῆ, βῆ, φθογγή, μηκηθμός, μηκασμός, μηκάς; Hebrew: פעיה‎, חניבה‎; Icelandic: jarmur; Ido: bramo; Indonesian: embik, embek, embek; Italian: belato; Kurdish Central Kurdish: باع‎, باڵاندن‎; Latin: balatus; Malay: embek; Old English: blǣt, *blǣtung; Polish: bek; Portuguese: balido; Russian: блеянье, блеяние; Spanish: balido; Swedish: bräkande; Tagalog: mee, me