θρᾶνος

From LSJ
Revision as of 08:35, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾶνος Medium diacritics: θρᾶνος Low diacritics: θράνος Capitals: ΘΡΑΝΟΣ
Transliteration A: thrânos Transliteration B: thranos Transliteration C: thranos Beta Code: qra=nos

English (LSJ)

ὁ, (θράομαι) A bench, form, Ar.Pl.545 (gen. θράνους codd., θράνου Poll.). 2 close-stool, Hp. ap. Gal.19.104. II Archit., 1 wooden beam, ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG22.463.75; θράνους ἐπιθήσει διανεκεῖς, of beams supporting floors, ib.1668.81, cf. 1672.208. 2 ὁ θρᾶνος τοῦ νεώ the top course of masonry in a temple, ib.11(2).161A49 (Delos, iii B.C.); θρᾶνος ποικίλος PCair.Zen.445.5(iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1215] ὁ (verwandt mit θρόνος, θρῆνυς), Sitz, Bank, Schemel, VLL. δίφρος; Ar. Plut. 545, wo θράνους f. L. für θράνου, wird es vom Schol. ὑποπόδιον erkl. – a) Gerberbank, Poll. 1, 87, vgl. θρανεύω. – b) die Ruderbank, bes. die oberste der Reihen Ruderbänke auf den Trieren, der Sitz der θρανῖται. – c) der Nachtstuhl, Abtritt, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
siège, banc, escabeau.
Étymologie: R. Θραν, cf. θρόνος.

Russian (Dvoretsky)

θρᾶνος:сиденье, скамья или стул Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾶνος: ὁ, (θράω) θρανίον, κάθισμα, Ἀριστοφ. Πλ. 545 (ἔνθα ἀναγνωστέον θράνου, ἀντὶ θράνους). 2) δίφρος ἀφοδευτικὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. θρᾶνοι, οἱ, «τὰ ξύλα τὰ κατακλείοντα τοὺς πλινθίνους τοίχους» Πολυδ. Ι΄, 49 (ἔνθα νῦν γράφεται: ἐπίθρανοι).

Greek Monolingual

θρᾱνος, ὁ (Α)
1. κάθισμα, εδώλιο
2. κάθισμα αποπάτου
3. ξύλινο δοκάρι
4. φρ. «ὁ θράνος τοῦ νεώ» — η τοιχοποιία της κορυφής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhreә2- «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα -νο-, -νυ- (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον αόρ. θρή-σασθαι με σημ. «κάθομαι», αν και η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «στηρίζομαι», δεδομένου ότι οι λέξεις ανάγονται στην ίδια ρίζα με το θρόνος.
ΠΑΡ. θρανίο(ν)
αρχ.
θρανεύομαι, θρανίας, θρανίς, θρανίτης, θρανύσσω.

Greek Monotonic

θρᾶνος: ὁ ή τό (*θράω), θρανίο, κάθισμα, πάγκος, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bench, supporting beams (Att. a. hell. inschr., Ar.).
Dialectal forms: Myc. ta-ra-nu.
Derivatives: Diminutive θρανίον id. (Ar.) with θρανίδιον (Ar.); θρανίτης rower of the upper of the three rows (Th., Ar.; s. Morrison Class. Quart. 41, 128ff.), f. θρανῖτις (κώπη; Attica), with θρανιτικός (Callix.); θρανίας m. (Marcell. Sid.), θρᾶνις or -ίς (Xenokr.) = ξιφίας, swordfish, after the form of the upper jaw, cf. Thompson Fishes s. v. Denominative verb θρανεύω to stretch to the tanners board (Ar. Eq. 369; θρανεύεται συντρίβεται H.) with ἀθράνευτον ἄστρωτον H. (= E. Fr. 569); to συν-θρανόω, θρανύσσω s. v. - Beside it θρῆνυς, -υος m. footstool (Hom.; cf. Hermann Gött. Nachr. 1943, 8; Chantraine Formation 118; improbable Benveniste Origines 56), with secondary κ-enlargement (Chantraine 383, Schwyzer 496 n. 6) θρῆνυξ, -υκος (Euph.), θρᾶνυξ (Corinn.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: If νο- or. νυ- is a suffix, we can connect the aor. inf. θρή-σασθαι (only Philet. 14 [IV-IIIa]: θρήσασθαι πλατάνῳ γ<ρ>αίῃ ὕπο), usually rendered with sit down. But the original meaning must rather have been support oneself (on) v.t., if the word is cognate with θρόνος; θρᾶνος, θρῆνυς then "the support, the bearer". This analysis however is quite doubtful. The word is no doubt a Pre-Greek word.
See also: - Weiteres s. θρόνος; s. auch θρησκεύω.

Middle Liddell

θρᾶνος, ὁ, [*θράω
a bench, form, Ar.

Frisk Etymology German

θρᾶνος: {thrãnos}
Forms: Myk. ta-ra-nu?
Grammar: m.
Meaning: Tragbalken, Bank, Schemel (att. u. hell. Inschr., Ar.).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum θρανίον ib. (Ar. u. a.) mit θρανίδιον (Ar.); θρανίτης Ruderer der obersten der drei Reihen (Th., Ar. u. a.; vgl. Morrison Class. Quart. 41, 128ff.), f. θρανῖτις (κώπη; Attika), mit θρανιτικός (Kallix.); θρανίας m. (Marcell. Sid.), θρᾶνις od. -ίς (Xenokr.) = ξιφίας, Schwertfisch, Hornfisch, wohl nach der Form des Oberkiefers, vgl. Thompson Fishes s. v. Denominatives Verb θρανεύω auf die Gerbebank spannen (Ar. Eq. 369; θρανεύεται· συντρίβεται H.) mit ἀθράνευτον· ἄστρωτον H. (= E. Fr. 569); zu συνθρανόω, θρανύσσω s. d. — Daneben θρῆνυς, -υος m. Fußbank, Schemel (Hom.; vgl. Hermann Gött. Nachr. 1943, 8; Chantraine Formation 118; unwahrscheinliche Analyse bei Benveniste Origines 56), mit sekundärer κ-Erweiterung (Chantraine 383, Schwyzer 496 A. 6) θρῆνυξ, -υκος (Euph.), θρᾶνυξ (Korinn.).
Etymology: Bei Abtrennung eines νο- bzw. νυ-Suffixes ergibt sich Anschluß an den Aor. Inf. θρήσασθαι (nur Philet. 14 [IV-IIIa]: θρήσασθαι πλατάνῳ γ<ρ>αίῃ ὕπο), gewöhnlich mit sich setzen wiedergegeben. Die ursprüngliche Bedeutung muß aber vielmehr sich aufstützen, aufstemmen od. ähnl. gewesen sein, wenn das Wort, wie wahrscheinlich, zu derselben Sippe wie θρόνος gehört; θρᾶνος, θρῆνυς somit eig. "die Stütze, der Träger". — Weiteres s. θρόνος; s. auch θρησκεύω.
Page 1,678-679

Mantoulidis Etymological

(=κάθισμα, ἡ ἐπάνω σειρά τῶν κουπιῶν τριήρους). Ἀπό ρίζα τοῦ θράω (=καθίζω) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: θρανίον, θρανίτης, θρόνος, θρῆνυς (=θρανίο).