ἐπιθετικός

From LSJ
Revision as of 10:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθετικός Medium diacritics: ἐπιθετικός Low diacritics: επιθετικός Capitals: ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epithetikós Transliteration B: epithetikos Transliteration C: epithetikos Beta Code: e)piqetiko/s

English (LSJ)

ἐπιθετική, ἐπιθετικόν,
A ready to attack, θηρίοις X.Mem.4.1.3; enterprising, στρατηγός ib.3.1.6, Str.3.4.5; ἐπιθετικώτατον περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist.Pol. 1315a11: ἐπιθετικόν, τό, enterprise, Corn.ND21.
2. = ἐπιθέτης 1, Ptol. Tetr.165.
II. added: τὸ ἐ. the adjective, A.D.Synt.81.17 (pl.); . σύνταξις, προσηγορίαι, ib.18.7, D.S.4.5. Adv. ἐπιθετικῶς Corn.ND35, Sch. Il.13.29: Comp. ἐπιθετικώτερον A.D.Synt.81.15.

German (Pape)

[Seite 942] ή, όν, gern angreifend, unternehmend; στρατηγός Xen. Mem. 3, 1, 6; von Hunden, ἐπιθ. τοῖς θηρίοις 4, 1, 3; ἐπιθετικώτατον γὰρ τοιοῦτον ἦθος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist. polit. 5, 11; auch der leicht Etwas anfängt, im Gegensatz des τελεστικός, id. Physiogn. 6 (813, 9); betrügerisch, hinterlistig; – hinzugesetzt, τὸ ἐπιθετικόν, das Adjectivum, Gramm. – Adv. ἐπιθετικῶς, zugesetzt, Schol. Il. 13, 29 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui met volontiers la main à, entreprenant, hardi : τινι contre qqn.
Étymologie: ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιθετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την τάση να επιτίθεται («επιθετική συμπεριφορά», «τὸν στρατηγὸν εἶναι χρὴ ἐπιθετικόν», Στράβ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επίθετο, που έχει την ιδιότητα ή τη θέση επιθέτου («επιθετικός προσδιορισμός»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) αυτός που έχει χαρακτήρα επιθέσεως («επιθετική κίνηση»)
2. αυτός που εκδηλώνεται με επίθεσηεπιθετικός πόλεμος»)
3. (για πολεμικά όργανα) αυτός που χρησιμεύει για επίθεση («επιθετικά όπλα»)
αρχ.
1. τολμηρός, επιχειρηματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθετικόν
α) επιχείρηση
β) επίθετο.

Greek Monotonic

ἐπιθετικός: -ή, -όν (ἐπιτίθεμαι), έτοιμος προς επίθεση, θηρίοις, σε Ξεν.· επιχειρηματικός, τολμηρός, θαρραλέος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθετικός:
1 всегда готовый к нападению, рьяный (ὁ κύων ἐ. τοῖς θηρίοις Xen.);
2 предприимчивый, деятельный (στρατηγός Xen.; ἐπιθετικώτατος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arst.).

Middle Liddell

ἐπιθετικός, ή, όν [ἐπιτίθεμαι]
ready to attack, θηρίοις Xen.: enterprising, Xen.