σπιλόω

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐλόω Medium diacritics: σπιλόω Low diacritics: σπιλόω Capitals: ΣΠΙΛΟΩ
Transliteration A: spilóō Transliteration B: spiloō Transliteration C: spiloo Beta Code: spilo/w

English (LSJ)

stain, soil, D.H.9.6, Ep.Jac.3.6; mark, λευκαῖς (with leucodermia) Cat.Cod.Astr.8(4).174:—Pass., εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι, of a painting, LXX Wi.15.4: pf. part. ἐσπιλωμένος = soiled, Ep. Jud. 23, cf. Luc.Am.15: simply, to be marked, Hld.10.15.

German (Pape)

[Seite 921] beflecken, Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tacher, souiller.
Étymologie: σπίλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπιλόω [σπίλος] bevlekken, besmetten.

Russian (Dvoretsky)

σπῐλόω: σπίλος II] досл. покрывать пятнами, перен. осквернять (ὅλον τὸ σῶμα NT): ἐσπιλῶσθαι Luc. быть покрытым пятнами, NT быть оскверненным.

English (Strong)

from σπίλος; to stain or soil (literally or figuratively): defile, spot.

English (Thayer)

σπίλω; perfect passive participle ἐσπιλωμενος; (σπίλος); to defile, spot: τί, Dionysius Halicarnassus, Lucian, Heliodorus; the Sept..)

Greek Monotonic

σπῐλόω: μέλ. -ώσω, κηλιδώνω, στιγματίζω, μολύνω, ρυπαίνω, ντροπιάζω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μτχ. παρακ. ἐσπιλωμένος, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλόω: κηλιδώνω, μολύνω, μιαίνω, ῥυπαίνω, «λερώνω», Διον. Ἁλ. 9, 6, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 6, Κλήμ. Ἀλ. 295· -Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐσπιλωμένος Λουκ. Ἔρωτ. 15, Ἐπιστ. Ἰουδ. κγ΄, πρβλ. ψειλιόω.

Middle Liddell

σπῐλόω, fut. -ώσω [from σπῐ́λος]
to stain, soil, NTest.:—Pass., perf. part. ἐσπιλωμένος NTest.

Chinese

原文音譯:sp⋯low 士披羅哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:污點
字義溯源:玷污,沾污,污損,染污,沾染;源自(σπίλος)*=污穢,瑕疵)。參讀 (κοινόω)同義字
出現次數:總共(2);弗(1);猶(1)
譯字彙編
1) 沾染的(1) 猶1:23;
2) 玷污(1) 弗5:27

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κηλιδώνω, μολύνω, λερώνω). Ἀπό τό οὐσ. σπίλος (=λέρα).
Παράγωγα: ἄσπιλος (=ἀμόλυντος), σπιλώδης, σπίλωμα (=λέρα), σπιλωτός.