αἶσχος
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
εος, τό, A shame, disgrace, Hom. (freq. in plural, as Il.3.242), Hes.Op.211, Sol.3, A.Supp.1008, etc. 2 in plural, disgraceful deeds, Od.1.229. II ugliness, deformity, of mind or body, Pl.Smp. 201a, X.Cyr.2.2.29, etc.; αἶ. περὶ τὴν κάτηξιν Hp.Art.14; αἶ. ὀνόματος Arist.Rh.1405b8.
Spanish (DGE)
-εος, τό
I 1crítica, censura αἴσχεα δειδιότες καὶ ὀνείδεα Il.3.242, αἴσχε' ἀκούω Il.6.524, λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς Il.13.622, σοί κ' αἶσχος καὶ λώβη τε ... πέλοιτο Od.18.225, λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀλεείνων Od.19.373, cf. Dionysius 32b.8.
2 vergüenza, acción vergonzosa αἴσχεα πόλλ' ὁρόων Od.1.229
•desgracia τί δ' οὐκ ἐμὸν ἔσσεται αἶσχος; A.R.3.797.
3 vergüenza como sentimiento, mancha resultante οἷ τε κατ' αἶσχος ἔχευε Od.11.433, cf. A.R.4.367, πρὸς αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει Hes.Op.211, αἶσχος ἀπωσόμενοι Sol.2.8, αἴσχη τε Πέρσαις A.Pers.332, μηδ' αἶσχος ἡμῖν ... πράξωμεν A.Supp.1008, αἴσχεα πολλὰ φέρειν Thgn.388, κούρης αἴσχεα ... φεύγων Nonn.D.8.328, cf. Alc.75.5.
II fealdad, deformidad op. κάλλος Pl.Smp.201a, cf. 197b, ἐν τοῖς μέλεσι Chrysipp.Stoic.3.121, c. gen. ψυχῆς Pl.R.444e, ὀνόματος Arist.Rh.1405b8, αἶσχός γε μὴν προσγίνεται περὶ τὴν κάτηξιν τῆς κληῖδος Hp.Art.14, σώματος Pl.Lg.646b, cf. Pl.Sph.228a, Phd.110e, τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνδρὸς ὑπερβάλλον αἴσχει X.Cyr.2.2.29, Luc.DDeor.18.2.
• Etimología: Cf. gót. aiwiski ‘vergüenza’ aunque no puede deducirse un prototipo ide. satisfactorio.
French (Bailly abrégé)
εος, att. ους (τό) :
1 honte, infamie ; τὰ αἴσχη actions honteuses;
2 laideur, difformité, aspect disgracieux.
Étymologie: αἰσχρός.
German (Pape)
εος, τό, Schande, Schmach, Hom. nur αἶσχος, αἴσχεος, αἴσχεα, Od. 1.229 νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ αἴσχεα πόλλ' ὁρόων, Il. 3.242 αἴσχεα δειδιότες καὶ ὀνείδεα πόλλ' ἅ μοί ἐστιν, Od. 11.433 οἷ τε κατ' αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω θηλυτέρῃσι γυναιξί, Il. 13.622 ἄλλης μὲν λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς, Od. 18.225 σοί κ' αἶσχος λώβη τε μετ' ἀνθρώποισι πέλοιτο, 19.373 τάων νῦν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀλεείνων, Il. 6.351 ὃς ᾐδη νέμεσίν τε καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀνθρώπων, 6.524 ὑπὲρ σέθεν αἴσχέ ἀκούω πρὸς Τρώων. So Hes. O. 209 und Trag., Aesch. Suppl. 986, plur. Pers. 324. In Prosa von leiblicher Häßlichkeit, Hippocr., Plat. Symp. 201a, Xen. Cyr. 2.2.29, und von moralischer Schändlichkeit.
Russian (Dvoretsky)
αἶσχος: εος τό
1 тж. pl. стыд, позор Hom., Hes., Aesch.;
2 позорные дела Hom.;
3 уродливость, безобразие Xen., Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αἶσχος: -εος, τό, αἰσχύνη, ἀτιμία, Ὅμ. (ὁ ὁποῖος πολλάκις ἔχει τὴν λέξ. κατὰ πληθυντ., ὡς ἐν Ἰλ. Γ. 242), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 211., Σόλων 3, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1008, κτλ. 2) κατὰ πληθυντ., αἰσχρά, ἄτιμα ἔργα, Ὀδ. Α. 229. ΙΙ. δυσμορφία, ἀσχημία, εἴτε τοῦ πνεύματος, εἴτε τοῦ σώματος, Πλάτ. Συμπ. 201Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2 29, κτλ., αἶσχος περὶ τὴν κάτηξιν, Ἱππ. Ἄρθρ. 790· αἶσχος ὀνόματος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13
English (Autenrieth)
εος: (1) ugliness.—(2) disgrace, reproach, outrage; αἶσχος, λώβη τε (Od. 18.225), αἴσχεα καὶ ὀνείδεα (Il. 3.342), αἴσχἐ ἀκούω (Il. 6.524), αἴσχεα πόλλ' ὁρόων (Od. 1.229).
Greek Monotonic
αἶσχος: -εος, τό,
I. ντροπή, αισχύνη, ατιμία, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., αισχρά έργα, άτιμες πράξεις, σε Ομήρ. Οδ.
II. ασχήμια ή δυσμορφία, είτε του πνεύματος είτε του σώματος, σε Πλάτ., Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: shame, ugliness, pl. disgraceful deeds (Il.).
Other forms: Comp. superl. αἰσχίων, αἴσχιστος.
Derivatives: With ro- resp. u-stem αἰσχρός dishonouring, ugly and αἰσχύνω dishonour Med. be ashamed (Il.), Αἰσχύλος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Compared with Goth. aiwiski n. `αἰσχύνη', which requires rather difficult forms: αἶσχος < *aiguzghos < *aigʷʰs-kos, aiwiski < *aigʷʰes-ki-om); the addition of -ko-, -ki- after an s-stem is strange (on the Gothic word Mezger KZ 79, 1960, 40). The words will have nothing to do with each other. De Lamberterie, Adj. en υς 835-840, compares αἴδομαι *aid-sk-; semantically not easy.
Middle Liddell
I. shame, disgrace, Hom., etc.:—in pl. shameful deeds, Od.
II. ugliness or deformity, of mind or body, Plat., Xen.
Frisk Etymology German
αἶσχος: {aĩskhos}
Forms: Daneben die primären Komparativ- und Superlativbildungen αἰσχίων, αἴσχιστος und, mit dem Wechsel zwischen ro- und u-Stamm, einerseits αἰσχρός schändlich, häßlich, anderseits das denominative αἰσχύνω beschimpfen, häßlich machen Med. sich schämen (seit Il.) mit dem retrograden αἰσχύνη Schande, Scham (ion. att.). Der u-Stamm noch in Αἰσχύλος. Vgl. Leumann Glotta 32, 217 und Seiler Steigerungsformen 76f.
Grammar: n.
Meaning: Schande, pl. ‘Schandreden, -taten’; Häßlichkeit (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: 1. Von αἰσχρός: αἰσχρότης Häßlichkeit (selten: Pl. Grg. 525a, Ep. Eph. 5, 4), αἰσχροσύνη (Tz.). 2. Von αἰσχύνω (-ομαι): αἰσχυντήρ Schänder (A. Ch. 998), αἰσχυντ-ηλός schüchtern, bescheiden, auch schändlich (Pl., Arist.) mit αἰσχυντηλία (Plu.); das -τ- stammt aus dem Oppositum ἀναίσχυντος (Alk., att.) mit ἀναισχυντία, -τέω, -τημα; sekundär αἰσχυντός (Ps. Phok.). Daneben die noch selteneren αἰσχυντηρός und αἰσχυντικός.
Etymology: Die Bedeutung, z. T. auch die Form legen einen Vergleich mit got. aiwiski n. αἰσχύνη nahe. Die Grundformen werden indessen einigermaßen verwickelt (αἶσχος aus idg. *aigu̯zghos < aigu̯hs-qos, aiwiski aus idg. *aigu̯hes-qii̯om?). Vgl. außer Bq, wo ältere Lit., Brugmann-Thumb 117, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. aiwiski.
Page 1,46-47
English (Woodhouse)
blemish, deformity, disgrace, shame, ugliness, bodily defect
Mantoulidis Etymological
(=ντροπή). Ἴσως ἀπό τό ρῆμα αἰδοῦμαι (αἶδ+χος-αἶσχος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό αἰδοῦμαι.