λήμη
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἡ, a humour that gathers in the corner of the eye, rheum, Hp. VM19, Prog.2: in plural, sore eyes, Ar.Lys.301 (v. Sch.): metaph., ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eye-sore of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.Arist. Rh.1411a15, Plu.Per.8; Κρονικαὶ λῆμαι old prejudices that dim the mind's eye, Ar.Pl.581; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. λάμας.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chassie ; αἱ λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
German (Pape)
ἡ, aus den Augen fließende und in den Augenwinkeln gerinnende Feuchtigkeit, Augenbutter, = γλήμη, Hippocr.; übertragen sagte Perikles τὴν Αἴγιναν ἀφελεῖν, τὴν τοῦ Πειραιῶς λήμην, Arist. rhet. 3.10; vgl. Ath. III.99d.
Bei Ar. Plut. 581 übertragen sind κρονικαὶ λῆμαι altväterische Einbildungen, die das geistige Auge trüben. Vgl. Plut. Non Posse 21.
Russian (Dvoretsky)
λήμη: ἡ
1 гноетечение из глаз: αἱ λῆμαι Arph. больные глаза;
2 перен. бельмо: Αἴγυνα ἡ τοῦ Πειραιέως λ. Arst. Эгина - бельмо в глазу Пирея;
3 предрассудок, заблуждение: Κρονικαὶ λῆμαι Arph. застарелые предрассудки.
Greek (Liddell-Scott)
λήμη: ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, ἔνθα ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ Αἴγινα ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)
Greek Monolingual
η (AM λήμη, Μ και λήμμη)
ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η τσίμπλα
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ λῆμαι
τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια
2. φρ. α) «ἡ τοῦ Πειραιῶς λήμη» — η Αίγινα
β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με αλβ. llom «κατακάθι» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεση με λατ. lāma «τέλμα» και λιθουαν. lōmas «λάκκος, κοιλότητα» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
Greek Monotonic
λήμη: ἡ, ύλη που μαζεύεται στη γωνία των ματιών, κοινώς «τσίμπλα»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως λήμη, «τσίμπλα» (δηλ. αποκρουστικό θέαμα) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· λῆμαι Κρονικαί, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: humour in the corner of the eye, rheum, also metaph. (Hp., Ar., Plu.).
Derivatives: Diminut. λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); λημ-αλέος (Luc.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) full of λ.; λημ-ότης (Sch.), -ωσις (medic. pap.; cf. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημ-άω have rheum (Hp., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: An Dor. form seems found in λάμας μύξας H. (cod. λαμάς μῦς). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. llom dregs (phonetically unconvincing), Lat. lāma puddle, marsh, mud, Lith. lõmas pit, hollow, lower spot (semant. unconvincing). - Rather Pre-Greek than IE?
Middle Liddell
λήμη, ἡ,
a humour that gathers in the corner of the eye, gum, rheum:—metaph., Pericles called Aegina ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eyesore of Peiraeeus, Arist., Plut.; λῆμαι Κρονικαί old prejudices that dim the eyes, Ar.
Frisk Etymology German
λήμη: {lḗmē}
Grammar: f.
Meaning: Augenbutter, auch übertr. (Hp., Ar., Plu. u. a.).
Derivative: Deminutiva λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); sonstige Ableitungen: λημαλέος (Luk.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) voll Augenbutter, triefäugig; λημότης (Sch.), -ωσις (mediz. Pap.; vgl. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημάω Triefaugen haben (Hp., Ar. u. a.). — Eine dor. Form scheint in λάμας· μύξας H. (cod. λαμάς· μῦς) zu stecken.
Etymology: Unerklärt. Abzulehnende Hypothesen bei Bq und Hofmann Et. Wb.; nach Mann Lang. 28, 36 f. zu alb. llom Bodensatz (lautlich unbefriedigend), lat. lāma Lache, Morast, Sumpf, lit. lõmas Grube, Höhle, Vertiefung (begrifflich wenig überzeugend).
Page 2,116
Mantoulidis Etymological
(=τσίμπλα). Πιθανόν Ἀπό ρίζα γλαμ- τοῦ γλαμάω, συνωνύμου μέ τό λημάω (=εἶμαι τσιμπλιάρης).
Παράγωγα: λημαλέος (=τσιμπλιάρης), γλαμυρός (=τσιμπλιάρης), γλάμων (=τσιμπλιάρης).