ἀφθαρσία

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφθαρσία Medium diacritics: ἀφθαρσία Low diacritics: αφθαρσία Capitals: ΑΦΘΑΡΣΙΑ
Transliteration A: aphtharsía Transliteration B: aphtharsia Transliteration C: aftharsia Beta Code: a)fqarsi/a

English (LSJ)

ἡ, A incorruption, immortality, Epicur.Ep.1p.28U., Phld.D.3.9, al., LXX Wi.2.23, Ph.1.37, al., Ep.Rom.2.7, Simp.in Cael.298.16, etc. II integrity, sincerity, Ep.Eph.6.24.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 incorruptibilidad, inmortalidad, ἅμα τὴν πᾶσαν μακαριότητα ἔχοντος μετὰ ἀφθαρσίας Epicur.Ep.[2] 76, del universo, Chrysipp.Stoic.2.174.10, cf. Phld.D.3.9.40, μετασχηματιζόμενος εἰς ἀφθαρσίαν LXX 4Ma.9.22, cf. LXX Sap.2.23, περὶ τὴν συνοχὴν τῆς ἰδίας εὐδαιμονίας τε καὶ ἀφθαρσίας Plu.2.881b, τῇ τοῦ θεοῦ βουλήσει τὴν ἀφθαρσίαν ἀνατίθησιν αὐτοῦ Simp.in Cael.298.16
de la vida en el paraíso ζωήν τ' ἄνοσον καὶ ἀφθαρσίαν Ph.1.37, en lit. crist. τοῖς μὲν ... δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσιν Ep.Rom.2.7, como atributo divino ἐπιβάλωμεν τῇ τοῦ θεοῦ ἀφθαρσίᾳ Clem.Al.Strom.4.6.27, de Cristo, Clem.Al.Paed.1.6.32, de la vida humana τί λοιπὸν τὸ κωλῦον αὐτὴν (ζωὴν) μετέχειν τῆς ἀφθαρσίας; Iren.Lugd.Haer.5.3.3, en la doctrina de los maniqueos εἰ καλοῖεν τἀγαθὸν ἀφθαρσίαν, φθορὰν ὀνομάσουσι τὸ κακόν Tit.Bost.Man.M.18.1084B.
2 integridad, sinceridad, amor incorruptible ἡ χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ Ep.Eph.6.24.

German (Pape)

[Seite 410] ἡ, Unvergänglichkeit, Unsterblichkeit, Plut. adv. Col. 8 Arist. 6 Philo u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
immortalité;
NT: incorruptibilité.
Étymologie: ἄφθαρτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφθαρσία:неуничтожаемость, бессмертие Epicur. ap. Diog. L., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφθαρσία: ἡ, ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, ἀθανασία, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. β΄, 23), Πλούτ. 2. 881Β, κτλ.

English (Strong)

from ἄφθαρτος; incorruptibility; genitive, unending existence; (figuratively) genuineness: immortality, incorruption, sincerity.

English (Thayer)

ἀφθαρσίας, ἡ (ἄφθαρτος, cf. ἀκαθαρσία) (Tertullian and subsequent writings incorruptibilitas, Vulg. incorruptio (and incorruptela)), incorruption, perpetuity: τοῦ κόσμου, Philo de incorr. round. § 11; it is ascribed to τό θεῖον in Plutarch, Aristotle, c. 6; of the body of man exempt from decay after the resurrection, ἐν ἀφθαρσία, namely, ὄν), 50,53 f; of a blessed immortality (τινα ἀγαπᾶν ἐν ἀφθαρσία to love one with never diminishing love, purity, sincerity, incorruptness in st).

Greek Monolingual

η (AM ἀφθαρσία) άφθαρτος
το να μην υπόκειται κάποιος ή κάτι σε φθορά, η αθανασία, η αιωνιότητα
νεοελλ.
φρ. «βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» — βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση
αρχ.
ακεραιότητα, αγνότητα, καθαρότητα.

Greek Monotonic

ἀφθαρσία: ἡ, αφθαρσία, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[From ἄφθαρτος
incorruption, NTest.

Chinese

原文音譯:¢fqars⋯a 阿-弗他而西阿
詞類次數:名詞(8)
原文字根:不-敗壞
字義溯源:不朽壞,摯誠,不能朽壞;源自(ἄφθαρτος)=不朽壞的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φθείρω)*=毀壞)組成
同源字:1) (ἀφθαρσία)不杇壞 2) (ἄφθαρτος)不朽壞的 3) (ἀφθορία)不朽壞 4) (φθείρω)使枯萎
同義字:1) (ἀφθαρσία)不杇壞 2) (ἀθανασία)不死
出現次數:總共(8);羅(1);林前(4);弗(1);提後(1);多(1)
譯字彙編
1) 不朽壞的(4) 羅2:7; 林前15:50; 林前15:53; 林前15:54;
2) 不朽壞(2) 林前15:42; 多2:7;
3) 不能朽壞的性質(1) 提後1:10;
4) 你摯誠(1) 弗6:24