σιρός
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English (LSJ)
ὁ, A pit for keeping corn in, IG12.76.10, S.Fr.276, E.Fr.827, Anaxandr.41.28 (anap.), D.8.45, 10.16, PLond.2.216.11 (i A.D.). II pitfall, Longus 1.11. [ῐ, E.l.c., Anaxandr. l.c., Eratosth.35.4, ῑ in Xenoph.(?) 41 D.: later written σειρός, D.S.19.44, 2 Ep.Pet.2.4, PLeid.X.50 B. (iii/iv A.D.).]
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, auch σειρός geschrieben, die Grube, bes. um Getreide darin aufzubewahren; Eur. Phrix. 4, ὀλυρῶν τῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς, Dem. 8, 45, vgl. 10, 16; βολβῶν, Anaxandr. b. Ath. IV, 131 (v. 28); auch Wolfsgrube, lat. sirus. – [Eratosth. ep. 3 hat ι kurz, aber im gemeinen Leben nach Draco p. 81, 25 lang.]
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 vase pour conserver le blé;
2 silo ; p. ext. fosse, cave.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῐρός -οῦ, ὁ, later σειρός, graanopslagplaats.
Russian (Dvoretsky)
σῑρός: (Anth. ῐ) ὁ зернохранилище Eur., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
σιρός: ὁ βόθρος ἢ δοχεῖον ἐν ᾧ τηρεῖται σῖτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 824, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 28, Δημ. 100 ἐν τέλ. ΙΙ. βόθρος, παγίς, Λατ. sirus, Λόγγ. 1. 11, Ἡσύχ. [ῐ Ἀναξανδρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., Ἀνθ. Π. παράρτημ. 25· ἀλλ’ ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ ῑ, Δράκων σ. 81, ὅθεν ὁ τύπος σειρός].
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α
κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών
νεοελλ.
τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της, το είδος τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. σιλό (α. «σιρός σιτηρών» β. «σιρός χορτονομής» γ. «σιρός για ρίζες και βολβούς»)
αρχ.
λακκούβα, παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
σιρός: [ῐ], ὁ, αποθήκη ή δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών, σε Δημ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: pit for keeping corn, silo (Att. inscr. Va, S. Fr., E. Fr., D., hell. a. late), also (metaph.) pitfall (Longus) and = δεσμωτήριον (H.; s. on κέραμος).
Other forms: Quantity changing, mostly short, later also σειρός).
Compounds: σιρο-μάστης m. "seeker of pits", probe, gauge (Ph. Bel., LXX a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. Supposition by Solmsen IF 30, 11 and Persson Eranos 20, 80ff.: prop. "bending in, falling in" to σιμός (s. v.) etc.; not very satisfactory. -- Here also σίραιον n. (-ος οἶνος) boiled down must (com. a.o.)? -- Furnée 255 considers σίραιον as Pre-Greek because of the ending -αιον.
Middle Liddell
σῐρός, οῦ, ὁ,
a pit or vessel for keeping corn, Dem.
Frisk Etymology German
σιρός: {sirós}
Forms: (Quantität schwankend, meist Kürze, später auch σειρός)
Grammar: m.
Meaning: Getreidegrube, Silo (att. Inschr. Va, S. Fr., E. Fr., D., hell. u. sp.), auch (übertr.) Fallgrube (Longus) und = δεσμωτήριον (H.; s. zu κέραμος); σιρομάστης m. "Grubensucher", Sonde, Visierstab (Ph. Bel., LXX u. a.).
Etymology: Technisches Wort ohne Etymologie. Vermutung von Solmsen IF 30, 11 und Persson Eranos 20, 80ff.: eig. "Einbiegung, Einsenkung" zu σιμός (s. d.) usw.; wenig befriedigend. — Hierher auch σίραιον n. (-ος οἶνος) eingekochter Most (Kom. u.a.)?
Page 2,710
Chinese
原文音譯:seir£ 些拉
詞類次數:名詞(1)
原文字根:地穴
字義溯源:鏈子^,繩索,粗繩,坑,地穴;或出自(σύρω)=拖拉*)。同源字: (βρέφος)4,腳鐐 2) (σειρά / σιρός / σειρός)鏈子
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 坑中(1) 彼後2:4