ἠλιτοεργός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
όν, missing the work, failing in one's aim, AP7.210 (Antip.), dub.l. in Alc.Oxy.1360Fr.6.
German (Pape)
[Seite 1163] die That verfehlend (ἀλιτεῖν), d. h. seinen Zweck verfehlend, ὡς θάνεν ἠλ. Antip. Sid. 63 (VII, 210); Suid. erkl. τοῦ ἔργο υ ἀποτυχών.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui a échoué dans une entreprise.
Étymologie: ἀλιταίνω, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἠλῐτοεργός: потерпевший неудачу, неудачливый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐτοεργός: -όν, ἀποτυγχάνων ἢ ἀποτυχὼν τοῦ ἔργου, τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ὡς θάνεν ἠλιτ. Ἀνθ. Π. 7. 210.
Greek Monolingual
ἠλιτοεργός, -ov (Α)
αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο- (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + -εργος (< έργον), πρβλ. άεργος, άνεργος].
Greek Monotonic
ἠλῐτοεργός: -όν (ἤλιτον, ἔργον), αυτός που αποτυγχάνει στην επίτευξη του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἠλῐτο-εργός, όν ἤλιτον, ἔργον
missing the work, failing in one's aim, Anth.