συντομία

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντομία Medium diacritics: συντομία Low diacritics: συντομία Capitals: ΣΥΝΤΟΜΙΑ
Transliteration A: syntomía Transliteration B: syntomia Transliteration C: syntomia Beta Code: suntomi/a

English (LSJ)

ἡ,
A conciseness, λόγων Pl. Phdr.267b, cf. Lycurg.102, Arist.Rh.1407b28, Phld.Rh.1.176S., Gal.6.458.
II simplicity, in Music, Philoch.66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
concision, brièveté.
Étymologie: σύντομος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντομία -ας, ἡ [σύντομος] kortheid. Plut. Ant. 41.3. beknoptheid:. λόγων van woorden Plat. Phaedr. 267b.

German (Pape)

ἡ, Abkürzung, Kürze; λόγων, Plat. Phaedr. 267b; Gegensatz ὄγκος λέξεως, Arist. rhet. 3.6; ὁδοῦ, Plut. Ant. 41.

Russian (Dvoretsky)

συντομία:краткость, сжатость (λόγων Plat.); краткость, непродолжительность (ὁδοῦ Plut.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σύντομος
1. η ιδιότητα του συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῖ ποιεῖν», Λυκούργ.)
2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής
νεοελλ.
1. βραχυλογία
2. φρ. α) «χάριν συντομίας» — για οικονομία χρόνου
β) «εν συντομία» — με λίγα λόγια, σύντομα
μσν.-αρχ.
διαίρεση, διάσπασηὥστε μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).

Greek Monotonic

συντομία: ἡ, βραχύτητα, συντομία, σε Πλάτ., Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συντομία: ἡ, (σύντομος ΙΙ) ὡς καὶ νῦν, βραχύτης, λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 161. 44, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 6, 1. ΙΙ. ἀμφίβ. ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀθήν. 638Α.

Middle Liddell

συντομία, ἡ,
conciseness, Plat., Arist. [from σύντομος

English (Woodhouse)

conciseness, of speech, shortening

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)