συστενάζω

From LSJ
Revision as of 12:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστενάζω Medium diacritics: συστενάζω Low diacritics: συστενάζω Capitals: ΣΥΣΤΕΝΑΖΩ
Transliteration A: systenázō Transliteration B: systenazō Transliteration C: systenazo Beta Code: sustena/zw

English (LSJ)

lament with, φίλοις E.Ion 935: abs., Ep.Rom.8.22.

German (Pape)

[Seite 1044] (s. στενάζω), mitseufzen, mitstöhnen; φίλοις, Eur. Ion 935; in sp. Prosa, wie N. T.

French (Bailly abrégé)

gémir avec, τινι.
Étymologie: σύν, στενάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στενάζω en συ-στένω samen (met...) zuchten; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συστενάζω: вместе стонать, сообща вздыхать (τινι Eur.; σ. καὶ συνωδίνειν NT).

English (Strong)

from σύν and στενάζω; to moan jointly, i.e. (figuratively) experience a common calamity: groan together.

English (Thayer)

(T WH συνστενάζω (cf. σύν, II. at the end)); to groan together: σύν has the same force as in συνωδίνω, b. (τίνι, with one, Euripides, Ion 935; Test xii. Patr. (test. Isach. § 7), p. 629).

Greek Monolingual

Α στενάζω
στενάζω μαζί, θρηνώ μαζί με άλλους («πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει», ΚΔ).

Greek Monotonic

συστενάζω: στενάζω, αναστενάζω, θρηνώ από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ευρ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συστενάζω: στενάζω, θρηνῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὡς συστενάζειν οἶδα γενναίως φίλοις Εὐρ. Ἴων 935· ἀπολ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 22.

Middle Liddell


to lament with, τινί Eur.; absol., NTest.

Chinese

原文音譯:susten£zw 需-士帖那索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-狹窄(化)
字義溯源:一同歎息;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(στενάζω)=歎氣)組成,而 (στενάζω)出自(στενός)*=窄)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 一同歎息(1) 羅8:22