συστενάζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
lament with, φίλοις E.Ion 935: abs., Ep.Rom.8.22.
German (Pape)
[Seite 1044] (s. στενάζω), mitseufzen, mitstöhnen; φίλοις, Eur. Ion 935; in sp. Prosa, wie N. T.
French (Bailly abrégé)
gémir avec, τινι.
Étymologie: σύν, στενάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συ-στενάζω en συ-στένω samen (met...) zuchten; met dat.
Russian (Dvoretsky)
συστενάζω: вместе стонать, сообща вздыхать (τινι Eur.; σ. καὶ συνωδίνειν NT).
English (Strong)
from σύν and στενάζω; to moan jointly, i.e. (figuratively) experience a common calamity: groan together.
English (Thayer)
(T WH συνστενάζω (cf. σύν, II. at the end)); to groan together: σύν has the same force as in συνωδίνω, b. (τίνι, with one, Euripides, Ion 935; Test xii. Patr. (test. Isach. § 7), p. 629).
Greek Monolingual
Α στενάζω
στενάζω μαζί, θρηνώ μαζί με άλλους («πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει», ΚΔ).
Greek Monotonic
συστενάζω: στενάζω, αναστενάζω, θρηνώ από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ευρ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συστενάζω: στενάζω, θρηνῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὡς συστενάζειν οἶδα γενναίως φίλοις Εὐρ. Ἴων 935· ἀπολ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 22.
Middle Liddell
to lament with, τινί Eur.; absol., NTest.
Chinese
原文音譯:susten£zw 需-士帖那索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-狹窄(化)
字義溯源:一同歎息;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(στενάζω)=歎氣)組成,而 (στενάζω)出自(στενός)*=窄)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 一同歎息(1) 羅8:22