δίκερως
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ων, Orph. Fr. 274, Arist.HA 499b18, = δικέρως.
Spanish (DGE)
-ων
• Prosodia: [-ῐ-]
bicorne φύσις de la luna, Orph.Fr.274, cf. AP 5.123 (Phld.), Orac.Sib.5.517, de Pan AP 9.142, de Adonis, Orph.H.56.6
•de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne Arist.HA 499b18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ωτος;
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.
German (Pape)
ωτος, = δικέραιος, Arist. H.A. 2.1; Pan, H.h. 18 2; Ep.adesp. 261 (IX.142); der Bock, Agath. 29 (VI.32).
Russian (Dvoretsky)
δίκερως: 2, gen. ωτος двурогий (Πάν HH; sc. ζῷον Arst.; τράγος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· ὡσαύτως δίκερως, ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
Greek Monolingual
(-ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, -ων)
νεοελλ.
ο μαύρος ρινόκερος της Αφρικής
αρχ.
(για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)].
Greek Monotonic
δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ομηρ. Ύμν.