κατόρθωσις

From LSJ
Revision as of 14:34, 17 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόρθωσις Medium diacritics: κατόρθωσις Low diacritics: κατόρθωσις Capitals: ΚΑΤΟΡΘΩΣΙΣ
Transliteration A: katórthōsis Transliteration B: katorthōsis Transliteration C: katorthosis Beta Code: kato/rqwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,
A setting straight, of a fractured bone, Hp.Fract. 26 (pl.), Art.71.
2 setting up, τοῦ θρόνου LXX Ps.96(97).2.
II successful accomplishment of a thing, success, Arist.Rh.1380b4, Plb. 9.19.4: in plural, successes, Id.39.7.7.
2 setting right, reform, amendment, τῆς πολιτείας Id.3.30.2; τῶν πραγμάτων Id.2.53.3.
3 as philos. term, right action, = κατόρθωμα (success, that which is done rightly, virtuous action, perfection, correct use) 2, Chrysipp.Stoic.3.21 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, das Gerademachen, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων κατόρθωσις Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = κατόρθωμα, Cic. de fin. 3, 14.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
heureux succès, réussite.
Étymologie: κατορθόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατόρθωσις -εως, ἡ [κατορθόω] het zetten (van gebroken botten). Hp. succes.

Russian (Dvoretsky)

κατόρθωσις: εως ἡ
1 успешное действие, благополучное завершение (τῶν πραγμάτων Polyb.);
2 умелое исправление, успешное преобразование (τῆς πολιτείας Polyb.);
3 добродетельный поступок Arst., Cic.

Greek Monolingual

κατόρθωσις, -ώσεως, η (ΑΜ) κατορθώ
επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῖς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη
2. εδραίωση, στερέωσηδικαιοσύνη καὶ κρῑμα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ», ΠΔ)
3. βελτίωση, ανόρθωση («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», Πολ.)
4. (φιλοσ.) η τέλεια εκτέλεση του καθήκοντος.

Greek Monotonic

κατόρθωσις: -εως, ἡ, τοποθέτηση σε ευθεία διάταξη· επιτυχή εκπλήρωση πράγματος, επιτυχία, διεκπεραίωση, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κατόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωσις, ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, ἐπιτυχία (πρβλ. κατόρθωμα), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) διόρθωσις, ἀναμόρφωσις, βελτίωσις, κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ ἐνέργεια, Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14.

Middle Liddell

κατόρθωσις, εως [from κατορθόω
a setting straight: successful accomplishment of a thing, success, Arist.