παροκωχή
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ἡ, (παρέχω) supplying, furnishing, νεῶν Th.6.85(ap. Phot., Suid.; παροχή codd.); γνωμῶν J.AJ 17.9.5(v.l. παρακωχή).
German (Pape)
[Seite 526] s. παρακωχή, so steht bei Phot. u. Suid.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
att. c. παρακωχή.
Greek Monolingual
ἡ, Α
το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατοκωχή].
Greek Monotonic
παροκωχή: ἡ, αναδιπλ. τύπος αντί παροχή, προμήθεια, εφοδιασμός, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] levering.
Russian (Dvoretsky)
παροκωχή: v.l. παροχή ἡ доставка, поставка (νεῶν Thuc.).
Middle Liddell
παρ-οκωχή, ἡ,
redupl. form of παροχή, a supplying, furnishing, Thuc.