δόλων
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A flying jib, Plb.16.15.2, D.S.20.61.
2 spar which carries such a sail, Poll.1.91.
II secret weapon, poniard, stiletto, Plu.TG10.
III fishing-rod (?), Artem.2.14.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
I náut. mástil de emergencia, bandola de las naves de guerra ἐκ δὲ τοῦ κινδύνου μιᾶς νηὸς ἐπαραμένης τὸν δόλωνα Plb.16.15.2, cf. D.S.20.61, Liu.36.44.3, 45.1, Poll.1.91, Procop.Vand.1.17.5, Hsch.
II de dif. objetos punzantes
1 pica, estoque con punta de hierro, pila manu saeuosque gerunt in bella dolones Verg.Aen.7.664, cf. Hsch.
2 puñal ξιφίδιον λῃστρικόν, ὃ δόλωνα καλοῦσιν Plu.TG 10, cf. Suet.Claud.13.
3 sent. dud., quizá harpón ὁρμιαὶ δὲ καὶ ἄγκιστρα καὶ καθετῆρες καὶ ... δόλωνες Artem.2.14.
4 aguijón del tábano uide, ne dolone collum compugnam tibi dice el tábano a la mula, Phaed.3.6.3.
German (Pape)
[Seite 655] ωνος, ὁ, 1) ein kleiner Dolch der Meuchelmörder; Plut. T. Graech. 10; Hesych. – 2) das kleinste Segel auf dem Vordertheile des Schiffes; D. Sic. 20, 61; Pol. 16, 15, 2.
French (Bailly abrégé)
1gén. pl. de δόλος.
2ωνος (ὁ) :
arme (poignard, épée, etc.) cachée dans une canne.
Étymologie: δόλος.
Russian (Dvoretsky)
δόλων: ωνος ὁ
1 потайное оружие, кинжал Plut.;
2 малый передний парус Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
δόλων: -ωνος, ὁ, μικρὸν πρῳραῖον ἱστίον, Πολύβ. 16, 15, 2, πρβλ. Liv. 36. 44, 45., 37. 30, καὶ ἴδε ἀκάτιον ΙΙ. ΙΙ. μυστικὸν ἐγχειρίδιον, ξιφίδιον ἐν ῥάβδῳ κεκρυμμένον, «στιλέττο», Λατ. dolo, Πλούτ. Τ. Γράκχ. 10. - Παρ' Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα.
Greek Monolingual
ο (AM δόλων)
μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος
νεοελλ.
ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες
τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες
αρχ.-μσν.
πρωραίο ιστίο
αρχ.
1. δοκάρι που κρατά πρωραίο ιστίο
2. μακρύ καλάμι με αγκίστρι στο λεπτό του άκρο κατάλληλο για ψάρεμα, καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δόλος, με αρχική τη σημ. «μαχαίρι, στιλέτο», προτού εξελιχθεί στη μτγν. τεχνική (μεταφορική;) του σημασία «ιστίο (ορισμένου σχήματος)»].
Greek Monotonic
δόλων: -ωνος, ὁ (δόλος), μυστικό όπλο, εγχειρίδιο, μαχαίρι, στιλέτο, σε Πλούτ.
Frisk Etymological English
-ωνος
Grammatical information: m.
Meaning: 1. name of a front sail (Plb., D. S.) or the spar on which such sail (Poll.), Lat. LW [loanword] dolō (Liv.); adj. δολωνικός (Pap.). - 2. secret weapon, stiletto (Plu. TG 10);
Derivatives: Demin. δολίσκος δόλων, παραξιφίς H. Lat. dolō id. (Varro).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]/XX [etym. unknown]
Etymology: The secret waepon could be from δόλος. - On δόλων as a sail nothing can be said. (Connection with δέλτος (s. v.), OHG, NHG Zelt is very weak.) DELG is convinced that it is one word; I don't known why. Cf. Rougé, Organisation du commerce maritime 59.
Middle Liddell
δόλων, ωνος, n δόλος
a secret weapon, poniard, stiletto, Plut.
Frisk Etymology German
δόλων: -ωνος
{dólōn}
Grammar: m.
Meaning: 1. Ben. eines Vordersegels (Plb., D. S.) bzw. der zugehörigen Stange (Poll.), lat. LW dolō (seit Liv.); davon δολωνικός (Pap.). — 2. Art Stockdegen, Stilett (Plu. TG 10);
Derivative: Deminutivum δολίσκος· δόλων, παραξιφίς H. Lat. dolō ib. (seit Varro).
Etymology: Im Sinn von Stockdegen lassen sich δόλων dolō unbedenklich aus δόλος, dolus herleiten ("der Meuchler"); dabei könnte δόλων ebensowohl aus dem früher belegten dolō entlehnt sein wie umgekehrt. — Über δόλων als Benennung eines Segels und das daraus entlehnte dolō läßt sich wegen der rein technischen, streng spezialisierten Bedeutung nichts Bestimmtes sagen. Die Zusammenstellung mit δέλτος (s. d.), ahd. nhd. Zelt, aksl. dlanъ flache Hand usw. (Fick 3, 159, WP. 1, 811) ruht auf einer allgemeinen formalen, begrifflich sehr schwachen Ähnlichkeit; die Anknüpfung an lat. dolāre behauen und Verw. (s. δαιδάλλω) setzt die bei Poll. 1, 91 belegte Bedeutung Segelstange als die primäre voraus (vgl. ἱστός).
Page 1,408