δοξαστός

From LSJ
Revision as of 05:42, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ";opp." to "; opp.")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξαστός Medium diacritics: δοξαστός Low diacritics: δοξαστός Capitals: ΔΟΞΑΣΤΟΣ
Transliteration A: doxastós Transliteration B: doxastos Transliteration C: doksastos Beta Code: docasto/s

English (LSJ)

δοξαστή, δοξαστόν,
A matter of opinion, conjectural, opp. νοητός, Pl.R. 534a, Plu.2.1114c; opp. γνωστός, Pl.R. 478b, etc.; opp. ἐπιστητός, Arist.APo. 88b30; opp. ὁρατός, δ. θεός Plu.2.756d; συλλαβὰς… ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b; τροφὴ δοξαστή food of opinion, Id.Phdr.248b. Adv. δοξαστῶς S.E.M.2.53.
II glorified, LXX De.26.19; held in honour, prob. in Hp.Decent.18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1basado en la opinión y no en la realidad τῆς τοῦ ὄντος θέας ἀπέρχονται, καὶ ... τροφῇ δοξαστῇ χρῶνται Pl.Phdr.248b, διαίρεσις διχῇ ἑκατέρου, δοξαστοῦ τε καὶ νοητοῦ Pl.R.534a, δόξῃ δὲ μόνῃ δοξαστόν ref. al cuerpo, Numen.8, δ. ὁ θεός op. ὁρατός Plu.2.756d, τὸ δὲ αἰσθήσει ἀλόγῳ δοξαστὸν γινόμενον Eus.PE 11.9.4
subst. neutr. τό δ.: τὸ δ. ἀπὸ προτέρου τινὸς ἐναργοῦς ἤρτηται Epicur.[1] 33, op. γνωστόν Pl.R.478a, op. ἐπιστητόν: οἷον εἰ τὸ ὂν ἢ τὸ ἐπιστητὸν τοῦ δοξαστοῦ γένος τεθείη Arist.Top.121a21, cf. APo.88b30, τὰ δοξαστὰ καὶ μικτὰ ... παραμειψάμενοι τῷ λόγῳ Plu.2.382d, αἰσθητὸν μὴ ἀπολιπὼν μηδὲ δ. Plu.2.1114e
opinable, objeto de conjetura τὰς συλλαβὰς ... ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b, λόγος S.E.M.7.111.
2 basado en la apariencia de un tipo de percepción τῶν αἰσθητῶν ... τὰ μὲν ἰδίως ἐστὶν αἰσθητά, ἃ καὶ δοξαστά, τὰ δὲ εἰκαστά Iambl.Comm.Math.8, cf. ib.
II 1respetado, honrado δοξαστοὶ πρὸς γονέων καὶ τέκνων Hp.Decent.18.
2 jud.-crist. glorificado ἐποίησέν σε ὀνομαστὸν καὶ καύχημα καὶ δ. LXX De.26.19, δ. μὲν γὰρ ὁ Χριστὸς διὰ μυρία Cat.2Ep.Cor.4.4, προτείνουσι τὸ μὴ δεῖν αὐτὸ (τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον) δοξαστὸν εἶναι Gr.Nyss.Maced.92.28, δ. εἶ κ(ύρι)ε μαννοδότα PKöln 172.2 (IV/V d.C.).
III adv. -ῶς según la opinión τίνες τῶν λέξεων κατὰ τὴν συνήθειαν κεῖνται καὶ τίνες δ. S.E.M.2.53.

German (Pape)

[Seite 657] vorstellbar, Plat. Rep. V, 578 b u. A. – berühmt, LXX.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sur qui ou sur quoi l'on se fait une opinion.
Étymologie: δοξάζω.

Russian (Dvoretsky)

δοξαστός:
1 предполагаемый, предположительный (τὸ δοξαστὸν ἄλλο τι ἢ τὸ ὄν Plat.; δ. καὶ ἐλπιστός Arst.);
2 воображаемый (οὐχ ὁρατός, ἀλλὰ δ. Plut.): τροφὴ δοξαστή Plat. (создавшиеся) мнения, представления.

Greek (Liddell-Scott)

δοξαστός: -ή, -όν, ἀντικείμενον δοξασίας, εἰκασίας, κατ’ εἰκασίαν γινωσκόμενος, ἀντίθ. νοητός, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1114C, Πλάτ. Πολ. 534Α· ἀντίθ. γνωστός, αὐτόθι 478Β, κτλ.· τροφὴ δοξαστή, συνισταμένη εἰς ἰδέας, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 248Β· πρβλ. δόξα Ι. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δοξαστός, -ή, -όν)
ένδοξος, δοξασμένος
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από δοξασία (αντίθετα προς τον νοητό)
2. που προέρχεται από εικασία, από υπόθεση (αντίθετα προς τον ορατό).

Greek Monotonic

δοξαστός: -ή, -όν, υποθετικός, φανταστικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δοξαστός, ή, όν adj [from δόξα
matter of opinion, conjectural, Plat.

English (Woodhouse)

conjectural

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)