πελάγιος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
πελαγία, πελάγιον, also πελάγιος, πελάγιον E.Hel.1062, 1436:—
A of the sea, κλύδων Id.Hec.701; ἀγκάλαι Id.Hel.ll. cc.; πλάξ Ar. Ra. 1438; πελαγίαν ἅλα the broad sea, A.Pers.427, cf.467; of animals, living in the sea, E.Hipp.1276 (lyr.); τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν π. τὰ δὲ αἰγιαλώδη Arist.HA488b7; opp. παράγεια, ib.602a16; πελάγιοι ἰχθύες, opp. πρόσγειοι, ib.598a2; φῦκος πελάγιος Thphr. HP 4.6.4; ἱέραξ πελάγιος PMag.Par.1.211.
2 out at sea, on the open sea, S.Tr.649(lyr.); of seamen or ships, π. πλεῖν Th.8.39, cf. 101; π. ἐπιφανῆναι ib.44; π. ἀνάγεσθαι X.HG2.1.17; π. ἄνεμοι Str.3.2.5.
3 epithet of Poseidon, IG22.410.17; of Aphrodite, Artem.2.37; of Isis, Paus.2.4.6; θεοὶ πελάγιοι Plu.2.161c.
4 near the sea, πελάγιοι τόποι, opp. μεσόγειοι, Sor.1.22.
5 γῆ πελαγία, a kind of earth, Androm. ap. Gal.13.928.
6 πελάγια· τὰ κρόταλα, ἡ δὲ ῥίνος πελαγία, Hsch.
German (Pape)
[Seite 548] bei den Att. auch 2 Endg., auch πελάγειος, von, aus, auf, in od. an dem Meere, marinus; Soph. Trach. 646, ὃν ἀπόπτολιν εἴχομεν πελάγιον, wo der Schol. erkl. ἀντὶ τοῦ ἄπωθεν τῆς πόλεως ἐν τῴ πελάγει; Aesch. vrbdt auch πελαγία ἅλς, Pers. 427. 467, wie κλύδων Eur. Hec. 701, öfter; πελαγίαν πλάκα Ar. Ran. 1434. – Bes. mitten auf dem Meere, im Gegensatz von αἰγιάλειος, vgl. Thuc. 8, 39. 44. 60; ἀνάγεσθαι, Xen. Hell. 2, 1, 17; ἄνεμος, Strab. 3, 2, 5; Gegensatz von αἰγιαλώδης, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1; vgl. Plut. de gen. Socr. 23, τῶν νηχομένων τοὺς μὲν πελαγίους ἔτι καὶ πρόσω τῆς γῆς φερομένους, τοὺς δ' ἐγγὺς ἤδη.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, όν :
1 qui navigue en pleine mer en parl. de vaisseaux;
2 en gén. de la mer.
Étymologie: πέλαγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελάγιος -α -ον, f. ook πελάγιος [πέλαγος] van de zee, zee-:; πνεύματα... πελάγια zeewinden Hp. Vict. 37; op zee: pred.. οἱ Ἀθηναῖοι... ἐπεφάνησαν πελάγιοι de Atheners verschenen op open zee Thuc. 8.44.3.
Russian (Dvoretsky)
πελάγιος: и 2 (ᾰ)
1 морской (κλύδων Eur.; πλάξ Arph.; ζῷα Arst.);
2 находящийся в море: πλέουσαι αἱ νῆες πελάγιαι Thuc. плывущие по морю корабли.
Spanish
Greek Monolingual
-α, -ο / πελάγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ πέλαγος
1. αυτός που ανήκει στο πέλαγος, θαλάσσιος, θαλασσινός, του πελάγους, πελαγήσιος
2. (για ζώα) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα, στο πέλαγος («τῶν δὲ θαλαττίων [ζώων] τὰ μὲν πελάγια, τὰ δὲ αἰγιαλώδη», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κοιλεντερωτών θαλάσσιων ζώων της οικογένειας τών μεδουσών
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πέλαγος, που διαπλέει ή προέρχεται από το πέλαγος (α. «ἱέραξ πελάγιος», πάπ.
β. «πλέουσιν οὖν αἱ νῆες ἀπὸ πελάγους πελάγιαι Μήλῳ προσέβαλον», Θουκ.)
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το πέλαγος, ο θαλασσινός άνεμος, ο μπάτης
3. αυτός που βρίσκεται παρά το πέλαγος, κοντά στη θάλασσα, ο παράλιος, ο παραθαλάσσιος
4. (το αρσ. και θηλ.) προσωνυμία θεοτήτων, όπως του Ποσειδώνος, της Αφροδίτης, της Ίσιδος κ.ά.
5. φρ. α) «πελαγία ἅλς» — η εκτεταμένη θάλασσα, η θάλασσα του πελάγους
β) «πελαγία γῆ» — είδος χώματος
6. (κατά τον Ησύχ.) α) «πελάγια
τὰ κρόταλα»
β) «πελαγία
ἡ ῥίνος».
Greek Monotonic
πελάγιος: -α, -ον και επίσης -ος, -ον· (πέλαγος)·
1. θαλάσσιος, Λατ. marinus, σε Ευρ.· λέγεται για ζώα, αυτός που ζει στη θάλασσα, στον ίδ.
2. αυτός που βρίσκεται έξω από τη θάλασσα στο ανοιχτό πέλαγος, σε Σοφ., λέγεται για σημαδούρες ή πλοία, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πελάγιος: -α, -ον, Ἀττ. καὶ ος, ον Εὐρ. Ἑλ. 1436, ἀλλὰ πρβλ. 1062· (πέλαγος)· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πέλαγος, ὁ τοῦ πελάγους, Λατ. marinus, κλύδων Ἑκ. 701· πελαγίας εἰς ἀγκάλας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1062 (ἴδε ἀγκάλη)· πλὰξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1438· πελαγίαν ἅλα, τὴν ἐκτεταμένην, τὴν τοῦ πελάγους θάλασσαν (ἴδε πέλαγος, ἅλς)· - ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐν τοῖς πελάγεσι ζῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1278· τῶν δὲ θαλαττίων [ζῴων] τὰ μὲν πελάγια τὰ δὲ αἰγιαλώδη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παράγεια, αὐτόθι 8. 19, 8· π. ἰχθύες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειοι, αὐτόθι 6. 17, 8., 13, 1. 2) ὁ ἐν τῷ πελάγει, Σοφ. Τρ. 649· ἐπὶ ναυτῶν ἢ πλοίων, π. πλεῖν Θουκ. 8.39, πρβλ. 101· π. φανῆναι αὐτόθι 44· π. ἀνάγεσθαι Ξεν. Ἑλ. 2. 1, 17. 3) ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρτεμίδωρ. 2.37, σ. 218 Reiff.· τῆς Ἴσιδος, Παυσ. 2. 4, 6· ἄλλων θεῶν, Πλούτ. 2. 161C. - Τύπος πελαγαῖος ἢ πελάγειος ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Παυσ. 7. 21, 7.
Middle Liddell
πελάγιος, η, ον πέλαγος
1. of the sea, Lat. marinus, Eur.:—of animals, living in the sea, Eur.
2. out at sea, on the open sea, Soph.; of seamen or ships, Thuc., Xen.
English (Woodhouse)
in the open sea, on the high seas
Léxico de magia
-ον marino de la divinidad suprema, entre voces mágicas P IV 1800 de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., πρέσβειρα, φαεννώ, πελαγίη a ti te suplico, anciana, brillante, marina P IV 2272 de un halcón ἱέραξ γὰρ πελάγιος καταπτὰς τύπτει σε ταῖς πτέρυξιν pues un halcón marino bajando te golpea con sus alas P IV 211 ἡ δεῖνα ... σε ἔφη ... <πεῖν> ἱέρακος αἷμα πελαγίου fulana dijo que tú bebes la sangre de un halcón marino (en una calumnia de magia maléfica) P IV 2660 P IV 2598 ἡ μέση κεφαλὴ ἤτω ἱέρακος πελαγίου que la cabeza del centro sea de un halcón marino (una de las tres cabezas de una estatuilla) P IV 3134 SM 70 13 (fr. lac.)
Translations
maritime
Arabic: بَحْرِيّ; Belarusian: марскі́; Bulgarian: морски; Catalan: marítim; Czech: mořský; French: maritime; Galician: marítimo; German: See-, Meeres-; Ancient Greek: θαλάσσιος; Latin: maritimus, marinus; Macedonian: морски; Norwegian Bokmål: maritim; Nynorsk: maritim; Occitan: maritim; Polish: morski; Portuguese: marinho, marítimo; Russian: морской; Serbo-Croatian Cyrillic: мо̀рскӣ; Roman: mòrskī; Slovak: morský; Slovene: morski; Spanish: marítimo; Ukrainian: морський