καταφυγή

From LSJ
Revision as of 20:40, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφῠγή Medium diacritics: καταφυγή Low diacritics: καταφυγή Capitals: ΚΑΤΑΦΥΓΗ
Transliteration A: kataphygḗ Transliteration B: kataphygē Transliteration C: katafygi Beta Code: katafugh/

English (LSJ)

ἡ,
A place of refuge, Hdt.7.46; ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς E.Supp.267; καταφυγὴ σωτηρίας a safe retreat, Id.Or.724; μηδεμίαν ἔχειν καταφυγήν Isoc.14.55; μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Arist.EN1155a12; κύριος καταφυγὴ μου LXX Ex.17.15; ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι Sammelb.4638.29 (ii B.C.), etc.
2 c. gen. obj., καταφυγὴ κακῶν refuge from evils E.Or.448 (pl.); τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων καταφυγὴ εἶναι τοὺς βωμούς Th.4.98; καταφυγὴν ποιεῖσθαι εἰς τέκνα E.Or.567 (pl.), cf. Antipho 1.4; ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς Pl.Lg.699b, etc.; ἡ εἰς τοὺς νόμους καταφυγὴ Hyp.Eux.10; ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ καταφυγὴ καὶ νόμος ὁ δεσπότης Men. 581.
II way of escape, excuse, μεγάλων ἀδικημάτων D.46.9, cf. 54.21 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de se réfugier, refuge;
2 lieu de refuge.
Étymologie: καταφεύγω.

Spanish

refugio

Greek Monolingual

ἡ (AM καταφυγή) καταφεύγω
1. το να καταφεύγει κάποιος κάπου ή σε κάποιον για ασφάλεια ή αναζήτηση προστασίας
2. έκκληση, επίκληση
3. ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια ή σωτηρία, καταφύγιο

Greek Monotonic

καταφυγή: ἡ,
I. καταφύγιο, άσυλο, μέρος καταφυγής, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., κ. κακῶν, καταφύγιο από τις συμφορές, σε Ευρ., Θουκ.
II. τρόπος διαφυγής, αποχώρηση, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφυγή -ῆς, ἡ [καταφεύγω] toevluchtsoord, toevlucht:. κ. ἁμαρτημάτων voor misdrijven Thuc. 4.98.6; κ. κακῶν toevlucht uit de misère Eur. Or. 448.

German (Pape)

ἡ, Zuflucht, Zufluchtsort; ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν Eur. Suppl. 267; οὗτος ἦν μοι καταφυγὴ σωτηρίας Or. 722; καταφυγὰς ποιεῖσθαι, = καταφυγεῖν, εἴς τινα, 566, wie Antiph. 1.4; καταφυγὴν εἶναι εἰς θεούς Plat. Legg. III.699b; Xen. Hell. 2.4.8; ἀσφαλεστάτη Isocr. 4.41. – Ausflucht, Dem. 54.21.

Russian (Dvoretsky)

καταφῠγή:
1 убежище, прибежище (ἔχει καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς Eur.; κ. τὸ χωρίον ἐλάφοις Arst.): κ. σωτηρίας Eur. надежное убежище; κ. κακῶν Eur. спасение от бедствий; καταφυγὴν ἔχειν или ποιεῖσθαι εἴς τινα Eur. искать убежища у кого-л.;
2 уловка, увертка Dem.

Middle Liddell

καταφῠγή, ἡ,
I. a refuge, place of refuge, Hdt., Eur.: c. gen., κ. κακῶν refuge from evils, Eur., Thuc.
II. a way of escape, excuse, Dem.

English (Woodhouse)

refuge, place of refuge, place of retirement, place of retreat, way of escape

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

refugio como advoc. de Dios, en pap. crist. ἐρεῖ τοῦ θ(εο)ῦ καὶ κ. μου καὶ βοηθώς μου, ἐλπίζω ἐπ' αὐτόν dirá a Dios mi refugio y mi defensor, confío en El SM 29 12

Translations

refuge

Arabic: مَلْجَأ‎, مَلَاذ‎; Azerbaijani: sığıncaq; Belarusian: прытулак; Bengali: পানা; Breton: repu; Bulgarian: убежище; Catalan: refugi; Chinese Mandarin: 避難, 避难, 避難所, 避难所; Czech: útočiště; Finnish: turva, suoja; French: refuge; Galician: refuxio; German: Zuflucht; Greek: καταφύγιο; Ancient Greek: καταφυγή, καταφύγιον, Hindi: शरण, पनाह; Ido: refujeyo; Italian: rifugio, riparo; Japanese: 避難所, 避難; Latin: refugium; Maori: punanga, piringa; Middle English: refuge, refute; Old English: ġebeorg; Polish: schronienie, schronisko, azyl; Portuguese: refúgio, abrigo; Romanian: refugiu, adăpost; Russian: убежище; Sanskrit: शरण; Serbo-Croatian: prib(j)ežište; Cyrillic: уточиште; Roman: utočište; Slovak: útočisko; Slovene: pribežališče; Spanish: refugio; Telugu: శరణము; Turkish: sığınak; Ukrainian: притулок; Welsh: encil, lloches