ὑπερπονέω
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
A toil beyond measure or labour beyond measure, undergo excessive strain, X.Mem.1.2.4, Eq.Mag.4.1; ὑ. τῷ πολέμῳ Plu.Nic.21.
II bear or endure for others, σφὼ δ' ἀντ' ἐκείνων τἀμὰ δυστήνου κακὰ ὑπερπονεῖτον S.OC345; ὠδῖνας Pl.Lg.717c.
2 in Med. c. gen. pers., ἐπεὶ καλόν μοι τοῦδ' ὑπερπονουμένῳ θανεῖν = it is beautiful to die in his defense, S.Aj.1310.
German (Pape)
[Seite 1201] übermäßig arbeiten, sich anstrengen, Xen. Mem. 1, 2, 4; – üb. dulden, σφὼ δ' ἀντ' ἐκείνων τἀμὰ δυστήνου κακὰ ὑπερπονεῖτον, Soph. O. C. 345; τῷ πολέμῳ, Plut. Nic. 21; – für Einen sich anstrengen, leiden, τινός, Plat. Legg. IV, 717 c. – Auch im med., ὑπερπονεῖσθαί τινος, für Einen Mühe auf sich nehmen, Soph. Ai. 1289.
French (Bailly abrégé)
ὑπερπονῶ :
1 travailler à l'excès;
2 souffrir outre mesure;
3 souffrir pour qqn;
Moy. ὑπερπονέομαι, ὑπερπονοῦμαι s'exposer à la fatigue ou s'exposer à la souffrance pour qqn.
Étymologie: ὑπέρπονος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπονέω:
1 испытывать невероятные страдания: τὸν ὑπερεσθίοντα ὑ. ἀπεδοκίμαζε Xen. (Сократ) порицал того, кто сильно страдал от чрезмерной еды; ὑπερπονούντων τῷ πολέμῳ Plut. так как (сиракузцы) были измучены войной;
2 тж. med. страдать за других: ὑ. κακά τινος Soph. переносить чужие несчастья; ὑπερπονεῖσθαί τινος Soph. страдать за кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπονέω: ἐργάζομαι, κοπιῶ, μοχθῶ ὑπερμέτρως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4, Ἱππαρχικ. 4. 1· ὑπ. τῷ πολέμῳ Πλουτ. Νικ. 21. ΙΙ. ὑπομένω ὑπὲρ ἄλλων, σφὼ δ’ ἀντ’ ἐκείνων τἀμὰ δυστήνου κακὰ ὑπερπονεῖτον Σοφ. Οἰδ. Κολ. 345· ὠδῖνας Πλάτ. Νόμ. 717C. 2) ἐν τῷ Μέσ., μετὰ γεν. προσ., τοῦδ’ ὑπερπονουμένῳ θανεῖν Σοφ. Αἴ. 1310.
Greek Monotonic
ὑπερπονέω: μέλ. -ήσω,
I. κοπιάζω, μοχθώ υπέρμετρα, επιβαρύνομαι, σε Ξεν.
II. 1. υπομένω ή ανέχομαι, αντέχω για, υπέρ άλλων, σε Σοφ.
2. σε Μέσ. με γεν. προσ., στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to labour beyond measure, take further trouble, Xen.
II. to bear or endure for others, Soph.
2. in Mid. c. gen. pers., Soph.