πιλέω

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑλέω Medium diacritics: πιλέω Low diacritics: πιλέω Capitals: ΠΙΛΕΩ
Transliteration A: piléō Transliteration B: pileō Transliteration C: pileo Beta Code: pile/w

English (LSJ)

(πῖλος)

   A = πιλόω (which is rejected by EM672.12), compress wool, make it into felt, πιληθεὶς πέτασος a felt hat, AP6.282 (Theod.).    II generally, compress, close up, πιλοῦντες ἑαυτούς Ar. Lys.577 ; πιλήσαντες τοὺς λόχους D.H.9.58; make firm or solid, π. καὶ πυκνοῦν τὴν σάρκα, τὸ σῶμα, Gal.11.758,394; τρίψει . . π. τὸ δέρμα Id.6.417 :—Pass., to be close pressed, διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Arist.Mete.366b13 ; χθὼν . . οὔπω πιληθεῖσα made solid, A.R.4.678; ὕδατι πιληθεῖσα μᾶζα kneaded, APl.4.333 (Antiphil.); to be condensed, [σελήνην] νέφος εἶναι πεπιλημένον Xenoph. ap. Placit.2.25.4 ; of air, Hero Spir.1 Praef.; of a man, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλημένος Ph.2.449, cf. Porph.Chr.35 ; ἰσχνός, τὴν σάρκα πεπιλ. J.BJ6.1.6 ; τοῖς χείλεσι πιλουμένοις compressed, Sch.D.T.p.43 H.    2 π. πουλύπουν pound a polypus so as to make it tender, πουλύπου πιλουμένου Ar.Fr.191 ; π. πλεκτάνας Eub.150.7, cf. Arist. HA622a16 (Pass.), Zen.3.24.    3 metaph. in Pass., to be oppressed, overwhelmed, κακοῖς Hegesias ap.D.H.Comp.18 ; τῷ θανάτῳ πεπιλημένος Agath.5.3.

German (Pape)

[Seite 615] 1) Wolle krämpen, filzen, πιληθεὶς πέτασος Theodorid. 3 (VI, 282), u. a. Sp. – 2; übh. dicht zusammen pressen, drücken, verdichten, Jac. A. H. p. 879; γαῖα ὑπ' ἠέρι πιληθεῖσα, Ap. Rh. 4, 678; auch μᾶζα ὕδατι πιληθεῖσα, Antiph. 14 (Plan. 333); Plut. vrbdt πιληθεὶς καὶ πυκνωθείς, de def. orac. 47.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλέω: (πίλος) = πιλόω (ὁ τύπος πιλόω ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 672. 12), συμπιέζω τὸ ἔριον καὶ πιέζων κατασκευάζω πίλημα, πιληθεὶς πέτασος, πέτασος ἐκ πιλήματος, Ἀνθ. Π. 6. 282· πιλεῖν τὸ δέρμα, κατεργάζεσθαι, Γαλην. ΙΙ. καθόλου, συνωθῶ εἰς ἓν μέρος, «στρυμώνω», πιλοῦντες ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 577· πιλήσαντες τοὺς λόχους Διον. Ἁλ. 9· 58. ― Παθ. διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 11· χθών... οὔπω πιληθεῖσα, μήπω στερεωθεῖσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 678· ὕδατι πιληθεῖσα μᾶζα Ἀνθ. Πλαν. 333· σελήνην νέφος εἶναι πεπιληένον Ξενοφάν. παρὰ Πλουτ. 2. 891Β· ἐπὶ ἀνδρός, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλ. Φίλων 2. 449· ἰσχνὸς τὴν σάρκα πεπιλ. Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6· ― πιλούμενος κακοῖς, καταθλιβόμενος..., Διον. Ἁλ. π Συνθ. 18, πρβλ. Ἀγαθ. 5. 3 ἐν τέλ.· τοῖς χείλεσι πιλουμένοις, συμπιεζομένοις, Διον. Θρᾷξ ἐν Α. Β. 810. 2) π. πουλύπουν, κτυπῶ τὸν ὀκτάπουν ἵνα τὴν σάρκα αὐτοῦ καταστήσω τρυφερωτέραν (ὅπερ ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι γίνεται), πουλύπου πιλουμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 235· οὕτω, πιλεῖν πλεκτάνας Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 23, Ζηνόβ. 3. 24, Πλίν. 32. 42.