ἔλπω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλπω Medium diacritics: ἔλπω Low diacritics: έλπω Capitals: ΕΛΠΩ
Transliteration A: élpō Transliteration B: elpō Transliteration C: elpo Beta Code: e)/lpw

English (LSJ)

(ἐέλπω only Hsch.

   A s.v. ἐέλποιμεν), causal, only found in pres. (exc. ἔλπεον· ἤλπιζον, Id.), cause to hope, πάντας μὲν ἔλπει she feeds all with hope, Od.2.91, 13.380; perh. also, cause to expect, Max.178 (but may, = expect).    II elsewh. in Med., ἔλπομαι, Ep. ἐέλπομαι, ἠλπόμην Od.9.419, Alc.Supp.22.8, Pi.P.4.243, etc.: Ep. 3sg. impf. ἔλπετο and ἐέλπ-, Od.3.275, Il.12.407 (ἔλπετο also in Luc.Syr.D.22): pf. ἔολπα Il.22.216, Od.5.379, Hes.Op.[273], A.R.2.147, etc.: 3sg. plpf. ἐώλπει Il.19.328, Od.20.328, A.R.3.370, Theoc.25.115:—hope or expect, Ep., Lyr., Ion. (not in Hp.) for Att. ἐλπίζω (q.v.):— Constr., like ἐλπίζω: c. acc. and fut. inf., Il.13.8, B.Fr.12: c. aor. inf., Il.7.199, Pi.P.4.243 codd., N.4.92: c. pf. inf., Il.15.110: sts. the inf. must be supplied, ἐκτελέσας μέγα ἔργον ὃ οὔ ποτε ἔλπετο θυμῷ (sc. ἐκτελέειν) Od.3.275: c. acc. rei, Il.13.609, 15.539; ἅσσα οὐκ ἔλπονται Heraclit.27: later, c. gen. rei, πολυγλαγέος ἐνιαυτοῦ Arat.1100: ὡς... dub. l. in Orph.A.846: abs., Heraclit.18: Homeric phrases, ἔλπετο θυμῷ Il.17.404, al.; also μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμός 17.495; ἔλπετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἑκάστου 15.701; ἤλπετ' ἐνὶ φρεσί Od.9.419.    2 expect anxiously, fear, ἐλπόμενός τί οἱ κακὸν εἶναι having a foreboding that... Hdt.9.113.    3 generally, deem, suppose, οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτως δεύεσθαι πολέμοιο . . Ἀχαιούς Il.13.309, cf. Theoc. 7.31; ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ ποτὶ δώματ' ἀφῖχθαι Od.6.297, cf. 23.345; ἔλπετο γὰρ κατὰ θυμὸν . . ἑταίρους . . ἰέναι (pres. inf.) Il.10.355; οὐ γὰρ ὅ γ' ἀθανάτων τιν' ἐέλπετο . . Τρώεσσιν ἀρηξέμεν Il.13.8, cf. 7.199, 15.110, Orac. ap. Hdt.1.65, AP5.115 (Marc. Arg.); λάσην Alc. l.c. (ϝελπ-, ἐϝέλπομαι, ϝέϝολπα, cf. Lat. volup.)

German (Pape)

[Seite 803] (eigtl. Fελπ, vgl. ἐπιέλπομαι), 1) Hoffnungmachen, hoffen lassen; πάντας μέν ῥ' ἔλπει Od. 2, 91. 13, 380. – 2) med., ἔλπομαι, ep. auch ἐέλπομαι, ἐέλπεται Il. 10, 105. 13, 813, ἐελποίμην 8, 196. 17, 488, impf. ἐέλπετο, Od. 9, 419 μ' ἤλπετο; perf. ἔολπα, plusqmpf. ἐώλπειν, die praes.- u. impf.-Bdtg haben; hoffen, erwarten, von der Zukunft Etwas vermuthen; c. acc., νίκην, Il. 15, 539 u. öfter; c. inf. fut., 17, 603. 488; θυμῷ ἔλπ., ὃν κατὰ θυμόν, 13, 8; ἐν στήθεσσιν, auch θυμὸς ἔλπεται, ἤλπετο, Od. 9, 419; Hes. O. 271; Pind. u. a. D.; ὡς u. fut., Orph. Arg. 844; parenthetisch, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὅγ' ἔλπομ' ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ Il. 18, 194; vgl. Archil. frg. 42; meinen, glauben, c. inf. praes., Il. 13, 309; Theocr. 7, 31; θεὸν εἶναί σε ἔλπομαι Her. 1, 65. Auch ἤδη γὰρ νῦν ἔλπομ' Ἄρηί γε πῆμα τετύχθαι, Il. 15, 110; mit dem aor., 7, 199, vgl. Theocr. 25, 174, zu dem noch ἄν tritt, Her. 2, 11. – Auch = fürchten, Il. 13, 8; ἐλπόμενός τί οἱ κακὸν εἶναι Her. 9, 113. – Vgl. übrigens das bei den Attikern gebräuchliche ἐλπίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλπω: (ἴδε ἐν τέλει), μεταβατ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., κάμνω τινὰ νὰ ἐλπίζῃ, πάντας μέν ῥ’ ἔλπει, «εἰς ἐλπίδα ἄγει, ἐλπίζειν ποιεῖ» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 91. Ν. 380. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσ. ἔλπομαι, Ἐπ. ἐέλπομαι· γ΄ ἑνικ. παρατ. ἔλπετο καὶ ἐέλπ- μετ’ αὐξήσεως, μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἐν Ὀδ. Ι. 419· ὡσαύτως πρκμ. εἶλπα Ἰλ. Χ. 216, Ὀδ. Ε. 379, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 271· γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. ἐέλπει Ἰλ. Τ. 328, Ὀδ. Υ. 328, κτλ. Ἐλπίζω ἢ προσδοκῶ, τρέφω ἐλπίδας, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ., ἅπαξ παρ’ Ἡσ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) καὶ Ἡροδ. (ἂν καὶ οὗτος ἐπίσης μεταχειρίζεται συχνάκις καὶ τὸν Ἀττ. τύπον ἐλπίζω): Συντάσσεται ὡς τὸ ἐλπίζω: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. Ἰλ. Ν. 8, κτλ.· ἀορ. Η. 199· πρκμ. Ο. 110· ἐνίοτε ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ. Ν. 609, Ο. 539· ἀλλ’ ἐνίοτε τὸ ἀπαρέμφ. δέον νὰ νοηθῇ, ἐκτελέσας μέγα ἔργον ὃ οὔ ποτε ἔλπετε θυμῷ (ἐνν. ἐκτελέσειν) Ὀδ. Γ. 275: ὁ Ὅμ. φιλεῖ τὰς πλεοναστικὰς φράσεις, ἔλπετο θυμῷ Ἰλ. Ρ. 404, κτλ.: ἔλπετο γὰρ κατὰ θυμὸν Κ. 355· ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν Ν. 8· ὡσαύτως, μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς Ρ. 495· ἔλπετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἑκάστου Ο. 701· ἤλπετ’ ἑνὶ φρεσὶ Ὀδ. Ι. 419. 2) ἀνησύχως περιμένω, φοβοῦμαι, μετὰ τῆς αὐτῆς συντάξεως, Ὅμ.: ἐλπόμενος τὶ οἱ κακὸν εἶναι Ἡρόδ. 9. 113. 3) καθόλου, νομίζω, ὑποθέτω, οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτω δεύεσθαι πολέμοιο... Ἀχαιοὺς Ἰλ. Ν. 309· ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ ποτὶ δώματ’ ἀφῖχθαι Ὀδ. Ζ. 297· οὐ γὰρ ὅ γ’ ἀθανάτων τιν’ ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν ἐλθόντ’ ἢ Τρώεσσιν ἀρηξέμεν, κτλ., Ἰλ. Ν. 8. πρβλ. Η. 199, Ο. 110, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 65. (Ἐκ τῆς √ϜΕΛΠ ὡς φαίνεται ἐκ τῶν τύπων ἐέλπομαι, ἔολπα: ἐντεῦθεν δὲ καὶ τὰ ἐλπίς, ἐλπίζω, ἐλπωρή, καὶ ἐπαλπνος, ἄλπνιστος, πρβλ. Λατ. volup, volupe (Plaut.), volup-tas).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. 3ᵉ sg. ἔλπει;
faire espérer : τινα donner de l’espoir à qqn;
Moy. εἴλπομαι (impf. ἠλπόμην, pf. ἔολπα au sens du prés., pqp. ἐώλπειν au sens de l’impf.) : propr. attendre, s’attendre à, d’où
1 en b. part espérer, acc.;
2 simpl. penser, croire;
3 en mauv. part craindre.
Étymologie: R. Ϝελπ, espérer ; cf. lat. voluptas.