κισσοχαίτης

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοχαίτης Medium diacritics: κισσοχαίτης Low diacritics: κισσοχαίτης Capitals: ΚΙΣΣΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: kissochaítēs Transliteration B: kissochaitēs Transliteration C: kissochaitis Beta Code: kissoxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A ivy-tressed, i.e. ivycrowned, only in voc., κισσοχαῖτ' (i.e. -χαῖτ[ᾰ]) ἄναξ Pratin.Lyr.1.17, Ecphantid.3 (ridiculed by Cratin.324).

German (Pape)

[Seite 1443] epheugelockt, mit Epheu das Haar umkränzt; Cratin. bei Hephaest. p. 96; Pratin. bei Ath. XIV, 617 f. vom Dionysus.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοχαίτης: -ου, ὁ, κισσοστεφής, ἔχων τὴν κόμην, Πρατίν. 1. 19, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 2· (σκωπτόμενον ὑπὸ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 52).

Greek Monolingual

κισσοχαίτης και κισσεοχαίτης, ὁ (Α)
κισσοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο-χαίτης, φυκιο-χαίτης].