ἐνταῦθα
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Ion. ἐνθαῦτα (also ἐντοῦθα, q. v.), Elean ἐνταῦτα SIG9 (Olympia, vi B.C.): Adv., formed from ἔνθα, but more common in Prose: I of Place, here, there, Hdt.1.76, A.Pr.82, etc.; ἐνταῦθά που hereabouts, Ar.Av.1184: folld. by ἵνα, ὅπου, etc., S.Ph.429, Tr. 800, etc. b in this material world, opp. ἐκεῖ (in the ideal world), Arist.Metaph.990b34, etc. 2 hither, thither, Il.9.601; παριέναι ἐνθαῦτα Hdt.5.72; ἐνταῦθα πέμπειν A.Pers.450, etc.; ἐ. πέμψειν ἔνθα μήποθ' ἡλίου φέγγος προσόψῃ S.El.380; ὅθεν δ' ἕκαστον ἐς τὸ φῶς ἀφίκετο, ἐνταῦθ' ἀπελθεῖν E.Supp.533; φέρε δεῦρο . . ἐ. Ar.Ec.739; ἐ. προελήλυθας Pl.Tht.187b; μέχρι ἐ. Id.Cra.412e. 3 freq. c. gen., ἐ. τοῦ οὐρανοῦ X.Mem.4.3.8; ἐ. τῆς ἠπείρου Th.1.46; ἐ. τοῦδ' ἀφικόμην κακοῦ A.Ch.891; ἐ. που ἦμεν τοῦ λόγου Pl.Tht.177c; ἐνταῦθ' ἑαυτὸν τάξας τῆς πολιτείας in that department of .., D.18.62. II of Time, at the very time, then, A.Pr.206; in apodosi, ἡνίκα... ἐνταῦθα δὴ μάλιστα . . S.Tr.37; after ὅτε, Id.OT802; after ἐπειδή, ἐπεί, Th.1.11, X. An.3.4.25; ἐ. δή Id.Cyr.4.5.9, etc. 2 c.gen., ἐ. ἤδη εἶ τῆς ἡλικίας Pl.R.328e. III of Sequence, thereupon, Hdt.1.61,62. IV generally, herein, S.OT582, Fr.77, Pl.Ap.29b, etc.; in this position, ἐ. ἕστηκε τὸ πρᾶγμα D.21.102; ἐνταῦθ' ἔνι depends upon that circumstance, S.OT598.—In Att. also strengthd. ἐνταυθί [ῑ], Pl.Com.173.8 (prob.), Pl.Prt.31ca, D.15.22, al.
German (Pape)
[Seite 853] ion. ἐνθαῦτα, = ἔνθα, aber nur demonstr.; – a) vom Orte, hier, daselbst; Aesch. Prom. 82 u. die anderen Tragg., wie in Prosa überall, dem ἐκεῖ entgeggstzt, Plat. Conv. 187 c; ἐνταῦθά που, hier irgendwo, Ar. Av. 1184; c. gen., ἐνταῦθα τῆς ἠπείρου Thuc. 1, 46; ἐνταῦθα ἦμεν τοῦ λόγου Plat. Theaet. 177 c; Rep. IX, 588 a u. öfter. Auch bei Verbis der Bewegung, hierher; Il. 9, 601; ἐνταῦθα πέμπει τούσδε Aesch. Pers. 442; ἐνταῦθα γὰρ δὴ τοῦδ' ἀφικόμην κακοῦ Ch. 878, so weit im Unglück; πέμπειν Soph. El. 372, vgl. Tr. 1183; ἐμοὶ ἀκολούθησον ἐντ. οἷ ἀφικόμενος Plat. Gorg. 527 c; προελήλυθας, προβέβηκα, Theaet. 187 b Phil. 57 a, ἐπειδὴ ἐντ. ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου, da wir so weit gekommen sind, Rep. IV, 445 c, die perfecta nicht zu übersehen; ἐνταῦθα κατέφυγεν Xen. An. 3, 4, 11; μέχρις ἐντ., bis hierher, 5, 5, 4. – b) von der Zeit, da, dann, nun, jetzt; Aesch. Prom. 204; Soph. O. C. 802; in Prosa, Thuc. 1, 11, wo es das voranstehende ἐπειδή aufnimmt, wie Xen. Cyr. 4, 5, 9 dem ἐπεί entsprechend. Oft steht δή, ἤδη dabei, vgl. Krüger zu Xen. An. 3, 4, 25; ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἤδη εἶ τῆς ἡλικίας Plat. Rep. I, 328 e. – c) Allgemeiner, hierin, in diesem Punkte, Falle, z. B. ἐντ. γὰρ κακὸς φαίνει φίλος Soph. O. R. 582, hierin zeigst du dich als schlechten Freund; τί οὖν ἐγὼ ἐντ. ἠδίκησα Xen. An. 7, 6, 14; ἐντ. ἴσως διαφέρω τῶν πολλῶν, hierin unterscheide ich mich, Plat. Apol. 29 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνταῦθα: Ἰων., ἐνθαῦτα, Δωρ. ἐνταῦτα, Ἐπιγρ. Ἐλέας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 11: - Ἐπίρρ., ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἔνθα (ὡς τὸ τηνικαῦτα ἐκ τοῦ τηνίκα), ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ: Ι. ἐπὶ τόπου, ἐδῶ, Λατ. hic, illic, ἐνθαῦτα ἐστρατοπεδεύετο Ἡρόδ. 1. 76· ἐνταῦθά νυν ὕβριζε Αἰσχύλ. Πρ. 82, κτλ.· ἐνταῦθά που, ἐδῶ κἄπου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1184· προηγούμενον τοῦ ἵνα, ὅπου, κλ., ὡς ἐνταῦθ’ ἐμὲν (= ἐσμὲν) ἵν’ οὐκέτι ὀκνεῖν καιρὸς Σοφ. Ἠλ. 21· ἐνταῦθ’ ὅπου με μή τις ὄψεται βροτῶν ὁ αὐτ. Τρ. 800, κτλ.: - ἐνταῦθα, ἐν τῷ ὑλικῷ τούτῳ κόσμῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκεῖ (ἐν τῷ ἰδεώδει κόσμῳ), Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 7 κ. ἀλλ. 2) συχνάκις ὡς τὸ ἐνταυθοῖ μετ’ ἐννοίας τινὸς κινήσεως πρός τι, Λατ. huc, illuc, μηδέ σε δαίμων ἐνταῦθα τρέψειε Ἰλ. Ι. 601· παριέναι ἐνθαῦτα Ἡρόδ. 5. 72· οὕτω παρ’ Ἀττικ, ἐνταῦθα πέμπειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 450, Σοφ. Τρ. 1193, κτλ.· ἐνταῦθα πέμψειν ἔνθα μήποθ’ ἡλίου φέγγος προσόψει ὁ αὐτ. Ἠλ. 380· φέρε δεῦρο… ἐνταῦθα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 739: ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ μετὰ πρκμ., ἐνταῦθα προσελήλυθας, κτλ., Πλάτ. Θεαίτ. 187Β. 3) συχνάκις μετὰ γεν. ὡς πάντα τὰ ἐπιρρ. τόπου, ἐνταῦθα γῆς, Λατ. hic terrarum· ἐνταῦθα τῆς ἠπείρου Θουκ. 1. 46· ἐντ. ἀφικόμην κακοῦ Αἰσχύλ. Χο. 691· μέχρι ἐνταῦθα τοῦ λόγου Πλάτ. Κρατ. 412Ε· ἐνταῦθά που τοῦ λόγου ὁ αὐτ. Θεαίτ. 177C· ἐνταῦθ’ ἦλθον ἡλικίας ὁ αὐτ. Πολ. 329Β· τῆς πολιτείας, εἰς τοῦτο τὸ μέρος…, Δημ. 245. 29. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, κατ’ ἐκεῖνον ἀκριβῶς τὸν χρόνον, τότε, ἐνταῦθ’ ἐγὼ τὰ λῷστα βουλεύων πιθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 204· ἐν ἀποδόσει μετὰ τὸ ἡνίκα, ὅτε, Σοφ. Τρ. 37, Ο. Τ. 802· μετὰ τὸ ἐπειδή, ἐπεί, Θουκ. 1. 11, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 9· ἐντ. δή, ἐντ. ἤδη ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 4, 25, Πλάτ. Πολ. 328Ε. 2) ὡσαύτως μετὰ γεν., ἐνταῦθ’ ἡλικίας, Λατ. ad hoc ætatis, αὐτόθι 329Β. ΙΙΙ. ἐπὶ ἀκολουθίας, Λατ. deinde, ἐπὶ τούτῳ, τότε, ἐνθαῦτα ὁ Κροῖσος ἕκαστα ἀναπτύσσων ἐπώρα τῶν συγγραμάτων Ἡρόδ. 1. 48, 62· ἐνταῦθ’ ἀπῆλθε Εὐρ. Ἱκ. 533, κτλ. IV. καθόλου, ἐν τούτῳ, ἐνταῦθα γὰρ δὴ καὶ κακὸς φαίνει φίλος, ἴσα ἴσα εἰς τοῦτο φαίνεσαι τῷ ὄντι καὶ κακὸς φίλος, Σοφ. Ο. Τ. 582, Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κτλ. ἐν τῇ παρούσῃ καταστάσει τῶν πραγμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 98· ἐν ταύτῃ τῇ θέσει, ἐντ. ἕστηκε τὸ πρᾶγμα Δημ. 547. 24· τὸ γὰρ τυχεῖν αὐτοῖσι πᾶν ἐνταῦθ’ ἔνι, διότι ἐν τῷ ἐκκαλεῖν με ὑπάρχει αὐτοῖς πᾶσα ἡ ἐλπὶς τῆς ἐπιτυχίας, Σοφ. Ο. Τ. 598: ― Ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ ὡσαύτως ἐπιτεταμένον ἐνταυθὶ ῑ Ἀριστοφ. Ἀχ. 152, κτλ., Δημ. 830. 18, πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en parl. du lieu là, là même ; ἐνταῦθα τῆς ἠπείρου THC à cet endroit du continent ; fig. ἐνταῦθα αφικόμην κακοῦ ESCHL j’en suis arrivé à ce degré de malheur;
2 en parl. du temps à ce moment-là, alors ; ἐνταῦθα ἡλικίας à cet âge.
Étymologie: ἔνθα, αὐτός.
English (Autenrieth)
hither, Il. 9.601†.