ὡραῖος

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡραῖος Medium diacritics: ὡραῖος Low diacritics: ωραίος Capitals: ΩΡΑΙΟΣ
Transliteration A: hōraîos Transliteration B: hōraios Transliteration C: oraios Beta Code: w(rai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A produced at the right season (ὥρα), seasonable, timely: esp. of the fruits of the earth, βίος or βίοτος ὡ. store of fruits gathered in due season, Hes.Op.32,307; ὡ. καρποί the fruits of the season, καρποὺς . . κατατίθεσθαι ὡραίους to store them up in season, Hdt.1.202: freq. in neut., ὡραῖα, τά, Th.1.120, 3.58, X.An.5.3.9, Pl.Lg.845e; ἑραίως τὰ ὡραῖα ἀποδιδόναι Hp.Aph.3.8; ὡραῖα . . ἀποτελεῖν ἱερά to render fruits of the season as sacred offerings, Pl.Criti. 116c, cf. Orac. ap. D.21.52; τρωκτὰ ὡ. X.An.5.3.12; ἄνθεα AP9.564 (Nicias); σῦκα Aret.CD1.3; also of animals, ὡ. ἄρνες yearling, AP6.157 (Theodorid.); of tunnies at a year old (from six months to one year they were called πηλαμύδες), πηλαμὺς . . ὡραία θέρους τῷ Βοσπορίτῃ S.Fr.503; ὡ. θύννοι Ps.-Hes. ap. Ath.3.116b, cf. Hices.ib.116e, Archestr.Fr.38.9, Plaut.Capt.851; τάριχος ὡ. fish salted or pickled in the season, Alex.186.5; ἰχθύες ἐς τάγηνον ὡ. Babr.6.4; σαργάναι ὡ. pickling-tubs, Poll.7.27: hence generally, agricultural produce, εἶναι ἐνεχυρασίαν Αἰξωνεῦσιν ἐκ τῶν ὡ. τῶν ἐκ τοῦ χωρίου IG22.2492.8 (iv B. C.).    2 τὰ ὡραῖα, = τὰ καταμήνια, esp. at their first appearance, Hp.Superf.34.    3 Subst. ἡ ὡραία (in full, ὥρη ἡ ὡραίη Aret. SD1.4, Phryn.PSp.128 B., etc.), harvest-time, esp. the twenty days before and twenty days after the rising of the dog-star, μίμνει ἐς ὡραίην till harvest-time, A.R.3.1390.    b the campaigning-season, during which the troops kept the field, D.9.48, 56.30, Plb.3.16.7.    c τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει it does not rain in the season (sc. of rain), Hdt.4.28.    II happening or done in due season, seasonable, ἄροτος, ἔργον, Hes.Op.617.642; πλόος ib.630; χειμῶνες Thphr.HP4.14.1; ὕδατα Id.CP2.2.1; σκαπάνη ib.3.16.1; τομὴ [καλάμου] Id.HP4.11.4; ὅτε ὡραῖον εἴη when the weather permitted, App.Pun.120.    2 metaph., (ὥρα (C) B) seasonable, due, proper, ὡραίων τυχεῖν, = νομίμων τυχεῖν (cf. ὥριος (A). 111.2), E.Supp.175: ἐν ὡραί[ᾳ ἐκκλησίᾳ] dub. in SIG668.4 (Delphi, ii B. C.); ἐνιαύτια ὡ. ib. 1025.37 (Cos, iv/iii B. C.), cf. Hsch.    III of persons, seasonable or ripe for a thing, c.gen., ἀνδρὸς ὡραίη Hdt.1.107, cf. Lys.Fr.4; γάμων or γάμου ὡραῖαι, Hdt.1.196, 6.122, cf. X.Cyr.4.6.9; ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων E.Hel.12 (ὡραίων codd.); ὅστις οὐκέθ' ὡραῖος γαμεῖ Id.Fr.804; ὡ. γάμος seasonable marriage, A.Fr.55; also of old persons, ripe or ready for death, πατήρ γε μὴν ὡ. E.Alc.516; αὐτὸς δ', ἐν ὠ. γὰρ ἕσταμεν βίῳ, θνῄσκειν ἕτοιμος Id.Ph.968; θάνατος ὡ. X.Ages.10.3; σορός Ar.V.1365; ὡραῖος ἀποτέθνηκεν Plu.2.178e; so ὕλη ὡ. τέμνεσθαι Thphr.HP5.1.1.    2 in reference to age, in the prime of life, youthful, Hes.Op.695: hence in the bloom of youth, opp. ἄωρος, X.Smp.8.21, Pl.R.574c; ὡ. ἐὼν καὶ καλός Pi.O.9.94; παιδίσκη ὡραιοτάτη Ar.Ach.1148 (anap.), cf. Ra.291,514; παῖς ὡραῖος Id.Av.138: but not necessarily implying beauty, τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή Pl.R.601b; ἄνευ κάλλους ὡραῖοι Arist.Rh. 1406b37; cf. ὥρα (C) B. 11.    3 generally, of things, beautiful, graceful, LXX Ge.3.6, 2 Ch.36.19, Ev.Matt.23.27; ἡ ὡ. πύλη τοῦ ἱεροῦ Act.Ap.3.10, cf. 3.2.    IV irreg. Sup. ὡραιέστατος Epich.186d.    V Adv. ὡραίως Hp.Aph.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὡραῖος: α, ον· θηλ. ὡράα Σαπφὼ 112 Ahr.· - ὁ παραγόμενος ἢ γινόμενος κατὰ τὴν προσήκουσαν ὥραν, (ὥρα). ἔγκαιρος, ὥριμος· - μάλιστα ἐπὶ ὡρίμων καρπῶν, ὡς τὸ Λατ. hornus (ὅ ἐστι horinus), βίοςβίοτος ὥρ., αἱ πρὸς τὸ ζἦν συντείνουσαι τροφαὶ αἱ συγκομισθεῖσαι κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 32, 305· ὡρ. καρποί, οἱ καρποὶ τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ Λατ. fructus hornotini ἢ horni, καρποὺς ... κατατίθεσθαι ὡραίους, ἀποθηκεύειν συγκομίζειν κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν, Ἡρόδ. 1. 202· οὕτω (συνηθέστερον) ὡραῖα, τά, Θουκ. 1. 120., 3. 58, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 9, Πλάτ. Νόμ. 845Ε· ὡραίως τὰ ὡραῖα ἀποδιδόναι Ἱππ. Ἀφορ. 1247· ὡραῖα ... ἀποτελεῖν ἱερά, προσφέρειν καρποὺς τῆς ὥρας ὡς ἀπαρχάς, Πλάτ. Κριτί. 116C· - οὕτω τρωκτὰ ὡρ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 12· ἄνθεα Ἀνθ. Παλατ. 9. 564· σῦκα Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ὡρ. ἄρνες. ἐνιαύσιοι, Ἀνθ. Παλατ. 6. 157· ἐπὶ ἰχθύος τῆς ὥρας τοῦ ἔτους, πηλαμὺς ... ὡραία θέρους Σοφ. Ἀποσπ. 446· ὡρ. θύννοι παρ’ Ἀθην. 116Β· τάριχος ὥρ., ἰχθὺς ταριχευθεὶς ἢ άλατισθεὶς κατὰ τὴν προσήκουσαν ὥραν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1. 5· ἰχθύες ἐς τάγηνον ὥρ. Βαβρ. 6. 4· σαργάναι ὡραῖαι καὶ σαπραὶ Πολυδ. Ζ΄, 27· ἴδε ὡραιοπώλης. 2) τὰ ὡραῖα = τὰ καταμήνια μάλιστα κατὰ τὴν πρώτην αὐτῶν ἐμφάνισιν, Ἱππ. 266, 30. 3) ἡ ὡραία (πλῆρες ὥρη ἢ ὡραίη Ἀρετ. περὶ σημ. Χρον. Παθ. 1, 4· εἰ καὶ συνήθως εἶναι οὐσιαστ., ὡς τὰ Ἀθήναια, ἀναγκαίη, ἀντὶ Ἀθηνᾶ, ἀνάγκη, πρβλ. Α. Β. 73, κτλ.), ὡς τὸ ὥρα ἔτους, ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν ὡριμάζει ὁ σῖτος ἢ οἱ καρποὶ, μάλιστα δὲ εἴκοσιν ἡμέρας πρὸ τῆς ἐπιτολῆς τοῦ κυνάστρου καὶ εἴκοσι μετ’ αὐτὴν, μίμνει ἐς ὡραίην, μέχρι τοῦ θερισμοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1390· - ἀκολούθως, ἡ καλὴ ὥρα τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἔαρ καὶ θέρος, μάλιστα δὲ οἱ τέσσαρεςπέντε μῆνες καθ’ οὓς ἐγίνοντο αἱ ἐκστρατεῖαι καὶ διεξήγοντο πόλεμοι, Δημ. 123. 16., 1292. 5, Πολύβ. 3. 16, 7· -ὡσαύτως, τὴν μὲν ὡραίην οὐ ὕει, δὲν βρέχει κατὰ τὴν ἐποχὴν (τῆς βροχῆς) Ἡρόδ. 4. 28. ΙΙ. ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, ἔγκαιρος, ἁρμόζων εἰς τὴν ὥραν, πρόσφορος, ἄροτρος, ἔργον Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 615, 640· πλόος αὐτόθι 628· χειμῶνες Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 1· ὕδατα ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 2, 1· σκαπάνη αὐτόθι 3. 16, 1· τομὴ καλάμου ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 4· ὡραῑόν ἐστι, καλὸς καιρὸς, Πλουτ. Λυκοῦργ. 29, Ἀππ. Καρχηδ. 120. 2) μεταφορ. (ὥρα Β) ἁρμόδιος, κατάλληλος, προσήκων, ὡραίων τυχεῖν = νομίμων τυχεῖν, Εὐρ. Ἱκ. 175· οὕτως, ὡραῖα ἱερὰ Πλάτ. Κριτί. 116C, πρβλ. Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 5. 3) ἐν Ἀθήναις, Ὡραῖα, τὰ, ἑορτὴ εἰς τιμὴν τῶν Ὡρῶν, Ἀθήν. 656Α, Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὥριμος διά τι πρᾶγμα, μεταγεν., ἀνδρὸς ὡραίη, (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. jam matura viro, τοῦ Ὀρατίου tempe-tiva viro), Ἡρόδ. 1. 107, πρβλ. Λυσί. Ἀποσπ. 3· γάμων ἢ γάμου ὡραίη Ἡρόδ. 1. 196., 6. 122· πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 6, 9· ἐς ἥβην ὡρ. γάμων Εὐρ. Ἑλ. 12· ὅστις οὐκέθ’ ὡραῖος γαμεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 801· ὡραῖοι γάμοι, γινόμενοι κατὰ τὴν προσήκουσαν ἡλικίαν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, Εὐρ. Ἑλ. 12· - ὡσαύτως ἐπὶ γερόντων, ὥριμος πρός θάνατον, πατήρ γε μὴν ὡρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 519· αὐτὸς δ’, ἐν ὡραίῳ γὰρ ἕσταμεν βίου, θανεῖν ἕτοιμος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 968· θάνατος ὡρ. Ξεν. Ἀγησ. 10. 3· σορὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1365· ὡραῖος ἀποθνήσκει Πλούτ. 2. 178D· οὕτως, ὕλη ὡρ. τέμνεσθαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἡλικίαν, ὁ ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας του εὑρισκόμενος, νεανικός, Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 693· ἐντεῦθεν καὶ ὁ ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς νεότητος διατελῶν, ἀκμαῖος, ὡραῖος, ἀντίθετον τῷ ἄωρος, Ξεν. Συμπ. 8. 21, Πλάτ. Πολ. 574C· ὡρ. ἐὼν καὶ καλὸς Πινδ. Ο. 9. 141· παιδίσκη ὡραιοτάτη Ἀριστοφ. Ἀχ. 1148, πρβλ. Βατρ. 291. 514· παῖς ὡραῖος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 138· ― δὲν περιελάμβανεν ὅμωςλέξις κατ’ ἀνάγκην τὴν ἔννοιαν τῆς καλλονῆς, διότι ὁ Πλάτ. λέγει, τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μὴ Πολ. 601Β, καὶ ὁ Ἀριστ., ἄνευ κάλλους ὡραῖοι, Ρητ. 3. 4, 3· πρβλ. ὥρα Β. ΙΙ. ἐντεῦθεν, 3) καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων, ὡραῖος, πλήρης χάριτος, ἐπίχαρις, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἡ ὡρ. πύλη τοῦ ἱεροῦ Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 10· οὕτως, ἐπὶ τῆς κυρίας πύλης τῶν Βυζαντιακῶν Ἐκκλησιῶν, ἴδε Δουκάγγ. ΙV. ἀνώμαλός τις τύπος τοῦ ὑπερθ. ὡραιέστατος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἐπιχάρμου ὑπὸ Εὐστ. 1441. 5. V. Ἐπίρρ. ὡραίως Ἱππ. Ἀφορ. 1247. ― Πρβλ. ὥριος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est de la saison ; τὰ ὡραῖα THC les fruits de la saison;
2 qui se fait à une époque ou dans une saison déterminée ; ἡ ὡραία, la saison où se fait d’ordinaire telle ou telle chose, particul. la saison de la moisson ou de la récolte ; la saison des pluies : τὴν ὡραίαν οὐκ ὕει HDT il ne pleut pas à l’époque ordinaire des pluies ; qui est de saison, qui arrive à point, mûr, opportun : ὡραῖος ἐτελεύτησε PLUT ou ; ἀποτέθνηκε PLUT il mourut en âge de mourir ; particul. mûr pour le mariage : ὡραία γάμου ou γάμων HDT, XÉN mûre pour le mariage, nubile ; avec un gén. de pers. : ὡραία ἀνδρός HDT jeune fille mûre pour un mari;
3 qui est dans la fleur de l’âge ; beau, gracieux, charmant;
Sp. ὡραιότατος.
Étymologie: ὥρα.

English (Slater)

ὡραῑος
   1 in the bloom of youth ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς (O. 9.94)

English (Slater)

ὡραῑος
   1 in the bloom of youth ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς (O. 9.94)