κραναός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ή, όν, poet. word,
A rocky, rugged, in Hom. always of Ithaca (exc. in Il.3.445 where it is pr. n. of an island), Il.3.201, Od. 1.247, al.; of Delos, Pi.I.1.3; freq. of Athens, Id.O.7.82, etc.: hence as pr. n., Κραναὰ πόλις Athens, Ar.Ach.75; simply αἱ Κρανααί Id.Av.123; ἡ Κραναά of the Acropolis, Id.Lys.481; Κραναοί the people of Attica, Hdt.8.44, Str.9.1.18; παῖδες Κραναοῦ (Cranaos being a mythic king of Athens) A.Eu.1011 (anap.) 2 generally, hard, χέλυς Opp.H.5.396; of a fishing-rod, ῥάβδος κ. ib.4.364. 3 stinging, κ. ἀκαλῆφαι Ar.Fr.560. κρᾰνέα, ἡ, v. κράνεια.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰναός: ὰ καὶ ή, όν, ποιητ. λέξ., πετρώδης, τραχύς, ἀνώμαλος, ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως χώρας τινός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς Ἰθάκης (διότι ἐν Ἰλ. Γ. 445, δὲν εἶναι ἐπίθ. ἀλλὰ κύριον ὄνομα νήσου, ἴσως τὰ Κύθηρα), Ἰλ. Γ. 201, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἐπὶ τῆς Δήλου, Πινδ. 1. 1, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ο. 7. 151, κτλ.· ― ἐντεῦθεν κατέστη κύριον ὄνομα, Κραναὰ πόλις, αἱ Ἀθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 75· ἢ ἁπλῶς αἱ Κρανααί, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 123· ἡ Κραναά, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 481· Κραναοί, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς, Ἡρόδ. 8. 44· (ἔνθα ἴδε Valck.), Στράβ. 397· καλούμενοι καὶ παῖδες Κραναοῦ (ὁ Κραναὸς ἦτο μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν), Αἰσχύλ. Εὐμ 1011, πρβλ. Clinton εἰς Ἡρ. Μαιν. 1. 57 κἑξ. 2) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Ὀππ. Ἁλ. 5. 396· ἐπὶ ξύλου, ῥάβδος κρ. αὐτόθι 4. 364, πρβλ. κράνον. 3) τραχύς, αὐστηρός, κεντητικός, Λατ. asper, κρ. ἀκαλῆφαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 473. Ἡ √ΚΡΑ ἢ ΚΑΡ φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε τραχύς, σκληρός, κάρυον (nax), Σανσκρ. kar-akas (κοκκοκάρυον), Λατ. car-ina (κέλυφος καρύου, κτλ.)· ἐντεῦθεν καὶ κάρκαρος (κάρχαρος). Σανσκρ. karkar-as (hard)· ὡσαύτως κράνος (περικεφαλαία), κραναός· πρβλ. κράτος, κραταιός).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dur, âpre, rocailleux.
Étymologie: cf. κράνος et κάρα.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κρᾰνᾰός
1 rocky κρανααῖς ἐν Ἀθάναις (O. 7.82) κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι (O. 13.38) κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν (N. 8.11) μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος (I. 1.3)