δύσφορος

From LSJ
Revision as of 14:09, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσφορος Medium diacritics: δύσφορος Low diacritics: δύσφορος Capitals: ΔΥΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dýsphoros Transliteration B: dysphoros Transliteration C: dysforos Beta Code: du/sforos

English (LSJ)

ον,

   A hard to bear, heavy, θώρακες X.Mem.3.10.13.    2 mostly of sufferings, hard to bear, grievous, θάμβος, μέριμνα, Pi.N.1.55, Fr. 248; ἄτα, βίος, A.Eu.372 (lyr., codd.), Ag.859, etc.; δ. γνῶμαι false, blinding fancies, S.Aj.51; τὰ δ. our troubles, sorrows, Id.OT87, cf. El.144 (lyr.); δύσφορόν [ἐστι] X.Cyr.1.6.17. Adv. δυσφόρως, διάγειν τὴν νύκτα Hp.Epid.5.95; δ. φέρειν Id.Aph.1.18 (Sup.), Hdn.1.8.4; δ. ἔχειν S.OT770; impatiently, τοὔνειδος ἦγον ib.783.    3 of food, oppressive, X.Cyr.1.6.17.    4 bearing bad crops, χώρα Men.Rh. p.345 S.    II (from Pass.) moving with difficulty, slow of motion, σώματα Pl.Ti.74e; ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu tragen; ἀσπίδες Xen. Mem. 3, 10, 13; übertr., lästig, unerträglich; θάμβος, μέριμναι, Pind. N. 1, 55 frg. 124; γόος, ἄτα, βίος, Aesch. Spt. 639 Eum. 350 Ag. 833; vgl. Soph. Ai. 628 u. öfter; δύσφορον γάρ, es ist lästig, Xen. Cyr. 1, 6, 17. – Aber σώματα, schwerfällig, Plat. Tim. 74 e; vgl. Xen. de re equ. 1, 12; Poll. 1, 198, von Pferden, die einen schleppenden Gang haben; s. φορά. – Bei Soph. Ai. 51 γνῶμαι, verwirrt, Schol. παράφοροι. – Adv., δυσφόρως, ἔχειν Soph. O. R. 770; ἄγειν τι, übel ertragen, 783; φέρειν Hdn. 6, 6, 1, = ἀγανακτέω.

Greek (Liddell-Scott)

δύσφορος: -ον, δυσυπόφερτος, βαρύς, θώρακες Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) συνήθ. ἐπὶ παθημάτων, δυσκολοϋπόφερτος, θλιβερός, λυπηρός, θάμβος, μέριμνα Πίνδ. Ν. 1. 85, Ἀποσπ. 124· ἄτη, βίος κτλ., Τραγ.· δύσφοροι γνῶμαι, ψευδεῖς, ἀποτυφλοῦσαι φαντασίαι, Σοφ. Αἴ. 51 (πρβλ. παράφορος)· τὰ δύσφορα, αἱ θλίψεις, αἱ λῦπαι, τὰ κακὰ, Σοφ. Ο. Τ. 87, πρβλ. Ἠλ. 144· ― δύσφορόν [ἐστι] Ξεν. Κύτρ. 1. 6, 17· ― Ἐπίρρ. δυσφόρως φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1244· δ. ἄγειν, ἔχειν Σοφ. Ο.Τ. 770, 783. 3) ἐπὶ τροφῆς, βαρύς, ὀχληρός, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, πρβλ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) μετὰ δυσκολίας κινούμενος, βραδυκίνητος, σώματα Πλάτ. Τιμ. 74Ε· ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. difficile à porter, lourd, pesant;
II. difficile à supporter ; fig.
1 intolérable;
2 funeste ; τὰ δύσφορα SOPH les maux;
III. qui se porte à faux, égaré.
Étymologie: δυσ-, φέρω.