ἀμφιβάλλω
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
fut. -βαλῶ, etc.:—Med., Ep. fut.
A ἀμφιβαλεῦμαι Od. 22.103:—throw or put round, used by Hom. mostly in tmesi: I of clothes, etc., put them on a person, c. dupl. acc. pers. et rei, ἀμφὶ δέ με χλαῖναν . . βάλεν ἠδὲ χιτῶνα Od.10.365, cf. 451; ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος . . βάλεν 13.434: c. dat. pers., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος . . βάλον v.l. in 14.342; ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις . . βάλ' αἰγίδα Il.18.204; στολὴν . . ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ E.HF465; γέρας κόμαις Pi.P.5.32:—Med., put round oneself, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Od.6.178, cf. 22.103, etc.; ἄγραν . . ἀ. πλοκάμοις E.Ba.104. b metaph. and half metaph., τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον I built chamber over him, Od.23.192; ζυγὸν Ἑλλάδι ἀ. A.Pers.50, cf. 72; ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλλῃ E.Ba. 385; ἐξ ὅτου λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα since I have put on white hair, S.Ant.1093; ἀ. νέφος θανάτου Simon.99. c Act. in med. sense, κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς] 'girding themselves with strength', Il.17.742; δουλοσύναν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ [ἐμαυτῆς] E.Andr.110: reversely, Med. for Act., ἀμφιβάλλεσθαι Ἀΐδαν ἐπί τινι 1191:—Pass., ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίες σι song is cast (like a net) over the minds of poets, Pi.O.1.8. 2 throw the arms round, so as to embrace, c. dat. pers., ἀμφ' Ὀδυσῆι . . χεῖρε βαλόντε Od.21.223; ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆι 23.208; ἀμφὶ δὲ παιδὶ . . βάλε πήχεε 24.347; but ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, of seizing or taking prisoner, 4.454; also ἀμφὶ δὲ χεῖρα . . βάλεν ἔγχεϊ grasped it, 21.433; ἀμφὶ δὲ . . βάλε γούνασι χεῖρας, as a suppliant, 7.142. 3 c. acc. pers., encompass, embrace, ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους Il. 23.97; ἀ. τινὰ χερσί E.Ba.1363; ἀ. μαστὸν ὠλέναισι Ph.306; ἀ. μέλη Supp.70. 4 encompass, beset, δυσμενὴς ὅρι' ἀμφιβάλλει B.17.6; πόλιν φόνῳ E.Andr.799, cf. Trag.Adesp.127.6(lyr.); ἀ. φῦλον ὀρνίθωνsurround them with nets, S.Ant.344; strike or hit on all sides, τινὰ βέλεσι E.HF422. b abs., fish (cf. ἀμφίβληστρον), Ev.Marc.1.16, cf. PFlor.2.119.3 (ii A. D.). c metaph., ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535 (unless ἀ. be Adv.). II force, move round, τὸ ἄρθρον v.l. for ἀμφισφάλλω (q.v.), Hp.Art.2. III doubt, περί τινος Plb. 39.5.2: also folld. by inf., Hld.5.17; by ὡς . . Ael.NA9.33; by ὅτι . . Hermog.Id.2.10; περί τινος Id.Meth.23. IV intr., ἀ. εἰς τόπον go into another place, E.Cyc.60. 2 to be doubtful or in dispute, Arist.EE1243a12,25; ἀμφιβάλλειν εἴωθε τὰ φίλτρα are uncertain in their action, Alciphr.1.37:—Pass., to be in dispute, Simp.in Ph.21.11. V Med., change, μορφήν Opp.C.3.16.
German (Pape)
[Seite 136] (s. βάλλω), umwerfen, Hom. öfter, fut. med. Ionisch ἀμφιβαλεῦμαι Od. 22, 103; meist Tmesis; nicht selten vom Bekleiden, τινά τι Iliad. 24, 588 Od. 3, 467. 10, 365. 13, 434, τινί τι Iliad. 18, 204 Od. 14, 342; med. sich ein Kleid oder dgl. umthun, Od. 6, 178 δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, Iliad. 2, 45 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος, 5, 738 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετ' αἰγίδα, Od. 17, 197 ἀμφ' ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην; das act. Homerisch anstatt des med. Od. 4, 245 σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών, Iliad. 17, 742 κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες, sich Kraft umthun, wie μεγάλην ἐπιειμένος ἀλκήν; – Od. 21, 223 ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι χεῖρε βαλόντε, umarmen; 24, 347 ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε; 23, 207 ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆι, Homerisch βάλλε statt des aor. u. δειρῇ Ὀδυσῆι statt τῇ τοῦ Ὀδυσσέως δειρᾷ; Iliad. 23, 47 ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους, einander umarmen, vgl. Scholl. Nicanor.; Od. 7, 142 ἀμφὶ δ' ἄρ' Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς; Od. 17, 344 ἄρτον τ' οὖλον ἑλὼν καὶ κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι, so viel er in den Händen fassen konnte; 21, 433 ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ; 4, 454 ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, wir packten ihn; – Iliad. 13, 36 ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε, legte Fesseln um die Füße; 5, 722 Ἥβη δ' ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα, –, σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, steckte die Räder an die Wagenachse; – Od. 23, 192 τῷ (τῷ θάμνῳ) δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, baute das Gemach um den Stamm; – Iliad. 10, 535 ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει, umtönt mein Ohr. – Pind. γέρας ἀμφέβαλε κόμαις P. 5, 31; Aesch. ζυγόν τινι Pers. 50; Eur. στολὴν κάρᾳ Herc. Fur. 465; φάρεά σε El. 1231; δουλοσύναν κάρᾳ Andr. 110; ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβ. Bacch. 384; Soph. τρίχα λευκήν, sich in weißes Haar kleiden, Ant. 1080; Pind. Ol. 1, 8 ὅθεν ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι, das Lied schwingt sich um den Geist, umtönt ihn; ἀμφιβάλλειν τινὰ χερσίν, ὠλἔναις, Eur. Bacch. 1361 Pheen. 313; μαστὸν ὠλέναισι Phoen. 313; fangen, φῦλον ὀρνίθων Soph. Ant. 343; ἄγραν πλοκάμοις Eur. Bacch. 103; – intrans., hineingehen, εἰς αὐλάν Eur. Cycl. 60; vgl. εἰς τέκνα καὶ δόμον ἀμφιβαλέσθαι Andr. 1192. – In sp. Prosa: von allen Seiten betrachten, bezweifeln, περί τινος Polyb. 40, 10; Ael. H. A. 9, 33; Alciphr. 1, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιβάλλω: μέλλ. -βαλῶ, κτλ. (ἴδε βάλλω): ― Μέσ., Ἐπ. μέλλ. ἀμφιβαλεῦμαι Ὀδ. Χ. 103. ― Περιβάλλω, περιτίθημι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει. Ι. ἐπὶ ἐνδυμάτων, κτλ., περιβάλλω, ἐνδύω, ὡς τὸ Λατ. circumdare, ὁμοίως τῷ ἀμφιέννυμι, μετὰ διπλ. αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἀμφὶ δέ με χλαῖναν… βάλεν ἠδὲ χιτῶνα Ὀδ. Κ. 365, πρβλ. 451· ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος… βάλεν Ν. 434· ὡσαύτως μ. δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος… βάλον Ξ. 342· ἀμφὶ δ’ Ἀθήνη ὤμοις… βάλ’ αἰγίδα Ἰλ. Σ. 204· στολήν... ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 465· γέρας κόμαις Πινδ. Π. 5. 42: ― Μέσ. = περιτίθεμαι, περιβάλλομαι, Λατ. accingi, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Ὀδ. Ζ. 178, πρβλ. Χ. 103, κτλ., στεφάνοις... ἀμφ. πλοκάμοις Εὐρ. Βάκχ. 104: ― Ἐντεῦθεν, β) ἐν χρήσει κατὰ ποκίλους μεταφ. καὶ ἡμιμεταφορ, τρόπους· τῷ δ’ ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ἔσω περιλαβών, περικλείσας, ᾠκοδόμουν θάλαμον, Ὀδ. Ψ. 192· ζυγὸν Ἑλλάδι ἀμφ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 50, πρβλ. 72· ὁπόταν ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλλῃ Εὐρ. Βάκχ. 384· ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ τήνδ’ ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα, ἀφ’ ὅτου ἐκ μελαίνης ἔχω τὴν λευκὴν ταύτην τρίχα, ἥτις περιβάλλει τὴν κεφαλήν μου, Σοφ. Ἀντ. 1093· ἀμφ. νέφος θανάτου Σιμων. 154. γ) ἀντὶ τοῦ μέσου ἐνίοτε ἐν χρήσει τὸ ἐνεργ., κρατερὸν μέλος ἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], ὡς τὸ ἐπιειμένοι ἀλκὴν Ἰλ. Ρ. 742· δουλοσύναν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ [ἑαυτῆς] Εὐρ. Ἀνδρ. 110· καὶ τἀνάπαλιν τὸ μέσ. ἀντὶ τοῦ ἐνεργ., ἀμφιβαλέσθαι Ἀΐδαν ἐπὶ σοὶ ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1191: ― Παθ., ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι, ὕμνος περιρρίπτεται (ὥς τι δίκτυον), ἢ ἐφαπλοῦται ἐπάνω εἰς τὰς διανοίας τῶν σοφῶν (τῶν ποιητῶν δηλ.), ὥστε κελαδεῖν αὐτοὺς Κρόνου παῖδα Πινδ. Ο. 1. 14. 2) ῥίπτω ἢ ἐκτείνω καὶ θέτω τὰς χεῖράς μου περί τινα ὅπως ἐναγκαλισθῶ αὐτόν, μ. δοτ. προσ., ἀμφ’ Ὀδησῆι… χεῖρε βαλόντε Ὀδ. Φ. 223· ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ’ Ὀδυσῆι Ψ. 208· ἀμφὶ δὲ παιδί... βάλε πήχεε Ω. 347· ἀλλά, ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, συλλαμβάνομεν, λαμβάνομεν αἰχμάλωτον, Δ. 454· ὡσαύτως, ἀμφὶ δὲ χεῖρα… βάλεν ἔγχεϊ, ἥρπασε τὸ δόρυ, Φ. 433· ἀμφὶ δέ... βάλε γούνασι χεῖρας, ὡς ἱκέτης, Η. 142: 3) τἀνάπαλιν, μετ’ αἰτ. προσώπ., περιβάλλω, περιπτύσσομαι, ἀμφ. τινὰ χερσί, ὠλέναις Εὐρ. Βάκχ. 1363, Φοίν. 306· ὡσαύτως ἁπλῶς, ἀμφ. τινά, περιπτύσσομαι, ἐναγκαλίζομαί τινα, ὁ αὐτ. Ἱκ. 70· κουφονόων τε φῦλον ὀρνίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει, περικλείσας διὰ δικτύων, Σοφ. Ἀντ. 344· κτυπῶ, πλήττω ἁπανταχόθεν, τινὰ βέλεσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 422. β) μεταφ. ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Ἰλ. Κ. 535. ΙΙ. βιάζω ἢ κινῶ πέριξ, περιστρέφω, τὸ ἄρθρον Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780Η. ΙΙΙ. ἀμφιβάλλω, ἔχω ἀμφιβολίαν, δισταγμὸν περί τινος, Πολύβ. 40. 10, 2: ὡσαύτως ἀκολουθοῦντος ἀπαρ., ὡς..., ἢ εἰ... Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 33, Κλήμ. Ἀλ. IV. ἀμετ., ἀμφ. εἰς τόπον, μεταβαίνειν εἰς ἕτερον τόπον, Εὐρ. Κύκλ. 60. 2) δὲν ἔχω βεβαιότητα, ἔχω ἀμφιβολίαν ἢ δισταγμὸν περί τινος, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 17, Ἀλκίφρ. 1. 37.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀμφέβαλλον, f. ἀμφιβαλῶ, ao. ἀμφέβαλον, pf. ἀμφιβέβληκα;
I. tr. 1 envelopper : ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι ESCHL jeter sur la Grèce le joug de la servitude ; fig. κράτερον μένος ἀμφιβαλόντες IL s’étant ceints d’un robuste courage ; χεῖρας γούνασιν ἀ. OD embrasser comme suppliant les genoux de qqn;
2 envelopper (pour attaquer, s’emparer de) : ἀ. φῦλον ὀρνίθων SOPH prendre les oiseaux avec un filet;
II. intr. balancer, être dans le doute;
Moy. ἀμφιβάλλομαι (f. ἀμφιβαλοῦμαι) jeter autour de soi, s’envelopper de : δὸς δὲ ῥάχος ἀμφιβαλέσθαι OD donne mes haillons, que je les revête ; κυνέην ἐπὶ κροτάφοις ἀμφιβάλλεσθαι OD se couvrir les tempes de son casque ; λεύκην ἐκ μελαίνης ἀ. τρίχα SOPH revêtir une chevelure blanche au lieu d’une noire, càd voir ses cheveux blanchir.
Étymologie: ἀμφί, βάλλω.
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ἀμφιβα- λών, mid. fut. ἀμφιβαλεῦμαι, aor. inf. ἀμφιβαλέσθαι: I. act., throw about, embrace; τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον (i. e. the chamber was built around the tree), Od. 23.192 ; ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους, Il. 23.97; κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι (as much as his hands could hold ‘in their elasp’), Od. 17.344; met., κράτερον μένος ἀμφιβαλόντες (cf. ἐπιέννῦμι), Il. 17.742.—Il. mid., throw about oneself, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, ζ 1, Od. 22.103.