αἰτιολογικός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ή, όν,
A ready at giving the cause, inquiring into causes, αἰτιολογικώτατος, of Aristotle, D.L.5.32; causal, τρόπος Epicur.Nat.144 G.:—Subst., τὸ -κόν investigation of causes, Str.2.3.8. 2 Gramm., causal, σύνδεσμοι, σύνταξις, etc., A.D.Conj. 231.4, al., Adv.200.2. Adv. -κῶς Id.Synt.320.3.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογικός: ή ,όν, ἕτοιμος πρὸς αἰτιολογίαν, ὁ ἐρευνῶν τὰς αἰτίας, αἰτολογικώτατος, περὶ Ἀριστοτέλους, Διογ. Λ. 5. 32: - Ὡς οὐσιαστ. αἰτιολογικὸν ἢ αἰτιολογικὴ (ἐνν. τέχνη), διερεύνησις τῶν αἰτίων, Στράβ. 104, Γαλην. 2) σύνδεσμος αἰτιολογικός, Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la recherche ou l’indication des causes;
2 t. de gramm. qui exprime l’idée de cause, causal en parl. de certaines conjonctions;
Sp. αἰτιολογικώτατος.
Étymologie: αἰτία, λόγος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. que razona la causa, que indaga la causa subst. ὁ αἰ. etiologista op. ‘escéptico’ τινὲς τρόποι τῆς τῶν αἰτιολογικῶν ἀνατροπῆς algunos modos de refutación de los etiologistas S.E.P.1.180 (tít.).
2 de cosas causal, etiológico ὁ παθολογικὸς τρόπος καὶ ὁ αἰτιολογικός Epicur.Fr.[34] 36.6, cf. Gal.14.690
•gram. causal σύνδεσμοι conjunciones causales (incluidas las finales), D.T.642.25, cf. 643.4, A.D.Coni.231.4, 6, πτῶσις caso causal, e.e., el acusativo A.D.Adu.200.3, σύνταξις construcción de acusativo A.D.Adu.200.2, ἔγκλισις modo (verbal) que expresa causa o finalidad, e.e., el subjuntivo Sch.D.T.245.17
•subst. τὸ αἰ. razonamiento causal, etiologismo πολὺ γάρ ἐστι τὸ αἰτιολογικὸν παρὰ αὐτῷ καὶ τὸ Ἀριστοτελίζον pues es muy importante en él (Posidonio de Apamea) el etiologismo y el Aristotelismo Str.2.3.8.
3 imputable a una causa, explicable Dion.Ar.DN 2.3.
II adv. -ῶς gram. causalmente A.D.Synt.320.5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτιολογικός, -ή, -όν αἰτιολογῶ
1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι
2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το αιτιολογικό
το δικαιολογητικό αποφάσεως ή αναγραφή μέσα στο σκεπτικό μιας αποφάσεως τών στοιχείων πάνω στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για να βγάλει την κρίση του
αρχ.
1. αυτός που αιτιολογεί το καθετί ερευνώντας τις αιτίες, τα αίτια που το δημιουργούν
2. το ουδ. ως ουσ. το αιτιολογητικόν
έρευνα, διερεύνηση των αιτίων, δικαιολογητικό.