ἱμάτιον
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
[ῑμᾰ-], τό, in form a Dim. of ἷμα (i.e. εἷμα),
A a piece of dress; in usage always of an outer garment, formed by an oblong piece of cloth worn above the χιτών, Ar.Ec.333, IG22.1524.205, al., D.24.114, etc.; λαμπρὸν ἱ. ἔχων Epich.[277]; θοἰμάτιον by crasis for τὸ ἱμ-, Ar.Nu.179, al.; θοἰμάτιον καθεὶς ἄχρι τῶν σφυρῶν D.19.314; ἱματίων ἕλξεις Pl.Alc.1.122c; of the Roman toga, Plu.Brut.17, Cor.14: hence ἐν ἱματίοις, of civilians,= togati, Id.Cam.10; but ἱ. Ἑλληνικόν, opp. the toga, Luc.Merc.Cond.25. 2 ἱμάτια, τά, generally, clothes, Hdt.1.9, Pl.Plt.279e, D.27.10; by crasis, θαἰμάτια Hippon.83.1, Ar.V.408 (lyr.), Lys.1093; of grave-clothes, ἐν εἱμ. τρισὶ [θάπτειν] IG 12(5).593.2 (Iulis, v/iv B.), cf. Plu.Sol.21. 3 metaph., ἱμάτια πόλεως τείχη Eust.1871.50. II generally, cloth, Hdt.4.23, D.S. 14.109, Ael.VH8.7, Iamb.VP21.100. [ἱμ- in Att. Inscrr., IG12.427, 386.18, 22.1514.16, etc.; εἱμ- ib.12(5) l.c. (εμ- lap.), 5(1).1390.16, al.(Andania, i B.C.), which is easier to explain, v. εἷμα, εἱματισμός.]
German (Pape)
[Seite 1252] τό (der Form nach dim. von ἱμα = εἷμα), Kleid, Kleidungsstück, bes.Oberkleid, Mantel, vgl. χιτών; Ar. Nubb. 180 u. öfter; mit dem Artikel θοἰμάτιον 55; auch in Prosa; plur. θαἰμάτια, Ar. Vesp. 408; Her. 1, 9; Plat. u. A.; ἀμφιέσας Plat. Conv. 219 b; ὥστε με θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χιτωνίσκῳ γενέσθαι Dem. 21, 216; ἐν ἱματίῳ ἄνευ χιτῶνος, togatus sine tunica, Plut. Coriol. 14, vgl. Cam. 10; ἀνδρεῖον Brut. 14. – Uebh. ein Stück Zeug, Decke, Tuch, καρπὸν σακκέουσι ἱματίοισι Her. 4, 23; D. Sic. 14, 109; Ael. V. H. 8, 7. Auch übertr., ἱμάτια πόλεως, die Mauern, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάτιον: ῑμᾰ-, τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ ἷμα (δηλ. εἷμα), ἔνδυμα· ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀείποτε ἐπὶ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματος, ἐπανωφόριον φορούμενον ἄνωθεν τοῦ χιτῶνος, λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὸ ποιητ. χλαῖνα, Λατ. pallium, Ἡρόδ. 2. 47, λαμπρὸν ἱμάτιον ἔχων Ἐπίχ. 143 Ahr.· θοἰμάτιον κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἱμ-, Ἀριστοφ. Νεφ. 180, κ. ἀλλ. ― Ἦτο δὲ τοῦτο ἐπίμηκες τεμάχιον ὑφάσματος ῥιπτόμενον ὑπεράνω τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου καὶ φερόμενον εἴτε ὑπὸ τὸν δεξιὸν ὦμον, εἴτε ὑπεράνω αὐτοῦ, Müller Archäol. d. Kunst. 337, ἴδε ἀναβάλλω ΙΙΙ, ἀμπέχω ΙΙ, πρβλ. χλαῖνα, χλανίς, τρίβων, φᾶρος· ἐθεωρεῖτο δὲ θηλυπρεπὲς νὰ σύρηται κατὰ γῆς ὄπισθεν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, Δημ. 442. 15: ― διὰ τῆς λέξεως ἱμάτιον μετέφραζον τὴν λέξιν toga, Πλούτ., κλ.· ἐντεῦθεν, ἐν ἱματίοις, ἐπὶ πολίτου ἐν τῇ συνήθει καθημερινῇ ἐνδυμασίᾳ ἐν καιρῷ εἰρήνης, Λατ. togati, Πλουτ. Κάμιλλ. 10· ἀλλ’ ἱμ. Ἑλληνικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ Ρωμαϊκὸν toga, Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 25. 2) ἱμάτια, τά, καθόλου, ἐνδύματα, Ἡρόδ. 1. 9, Δημ. 816. 24· κατὰ κρᾶσιν θαἰμάτια Ἀριστοφ. Σφ. 408, Λυσ. 1093 (πρβλ. ἱματίδιον). ΙΙ. καθόλου, ὕφασμα, σκέπασμα, Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. Διόδ. 14. 109, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 pièce de vêtement, particul. pardessus, manteau ; à Rome toge : ἐν ἱματίοις PLUT les citoyens vêtus de la toge (lat. togati);
2 vêtement en gén.
Étymologie: dim. de ἷμα.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of ennumi (to put on); a dress (inner or outer): apparel, cloke, clothes, garment, raiment, robe, vesture.
English (Thayer)
ἱματίου, τό (diminutive of ἱμα equivalent to εἷμα, an article of clothing, garment; and this from ἕννυμι to clothe, cf. German Hemd); (from Herodotus down); the Sept. mostly for בֶּגֶד, also for שִׂמְלָה, שַׂלְמָה, etc.;
1. a garment (of any sort): R G L brackets; others omit; cf. Winer s Grammar, 591 (550); Buttmann, 82 (72)); garments, i. e. the cloak or mantle and the tunic (cf. Winer s Grammar, 176 (166); Buttmann, 24 (23)): ); τά ἱμάτια (see διαρρήγνυμι), the cloak or mantle (which was thrown over the tunic, ὁ χιτών) (Rutherford, New Phryn., p. 22): L T Tr WH); χιτών in Trench, § l.; BB. DD. under the word <TOPIC:Dress>; Edersheim, Jewish Social Life, chapter xiii.; especially 'Jesus the Messiah,' 1:620 ff) ἱματισμός, ἱματισμοῦ, ὁ (ἱματίζω), clothing, apparel: universally, Sept.; Theophrastus, Polybius, Diodorus, Plutarch, Athen.) (Cf. Trench, § l.)
Greek Monotonic
ἱμάτιον: [ῑμᾰ], τό, υποκορ. του ἷμα (δηλ. εἷμα)·
I. 1. εξωτερικό ένδυμα, μανδύας ή πανωφόρι που φοριόταν πάνω από τον χιτῶνα, λέξη του πεζού λόγου, συγγενής προς το ποιητ. χλαῖνα του Ομήρου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· χρησιμ. σαν μεταφραστική απόδοση της ρωμαϊκής toga· ἐν ἱματίοις, Λατ. togati, σε Πλούτ.
2. ἱμάτια, τά, γενικά, ρούχα, ενδύματα, σε Ηρόδ., Δημ.
II. γενικά, ύφασμα, σκέπασμα, σε Ηρόδ.