σκήνωμα
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ατος, τό,
A = σκήνημα, mostly in pl., E.Hec.616, Ion 1133, Cyc.324, LXX 2 Ki.7.23, al., Agatharch.43, etc.; soldiers' quarters, X.An.7.4.16: sg., tent, LXX 1 Ki.4.10, al. 2 in sg. metaph.,= σκῆνος 11, 2 Ep.Pet.1.13; τὸ σ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent. 320. 3 temple, LXX Ps.14(15).1, al.: name of a building at Sparta, Paus.3.17.6. 4 = papilio, Gloss. (perh. in both senses, pavilion and butterfly, cf. σκῆν).
German (Pape)
[Seite 896] τό, = σκῆνος, Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.
Greek (Liddell-Scott)
σκήνωμα: τό, = σκήνημα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ σῶμα, = σκῆνος ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― νεκρός, πτῶμα, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
habitation, maison ; particul. campement de soldats.
Étymologie: σκηνόω.
English (Strong)
from σκηνόω; an encampment, i.e. (figuratively) the Temple (as God's residence), the body (as a tenement for the soul): tabernacle.
English (Thayer)
σκηνώματος, τό (σκηνόω), a tent, tabernacle: of the temple as God's habitation, Pausanias, 3,17, 6; of the tabernacle of the covenant, σκῆνος): ἐν τῷ σκηνώματι εἶναι, of life on earth, ἀπόθεσις (the author blending the conceptions of a tent and of a covering or garment, as Paul does in Euripides, Xenophon, Plutarch, others; the Sept. for אֹהֶל and מִשְׁכָן.)
Greek Monolingual
το, ΝΑ [σκηνῶ (III)]
σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου»)
μσν.-αρχ.
το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής
αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων», Ξεν.)
2. ναός, ιερό
3. ονομασία κτηρίου στη Σπάρτη
4. φωλιά
5. πεταλούδα.