προοράω
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
fut. πρόψομαι: pf. προεόρᾱκα: (cf. προεῖδον):—
A see before one, look forward to, τὰ ἔμπροσθεν Id.HG4.3.23; see what is just before the eyes, Th.7.44: abs., look before one or forward, εἰς τὸ πρόσθεν Arist.HA524a14; ὀφθαλμοῖς π. X.Cyr.4.3.21. 2 foresee, τὸ μέλλον γίνεσθαι Hdt.5.24, etc.; π. ὀλίγα περὶ τοῦ μέλλοντος X.Cyr.3.2.15; ἑαυτοῖς τὸ ἐπιόν Id.Smp.4.5; πρὸ τῶν πραγμάτων π. οὐδέν D.4.41, cf. 54.19 (Pass.): abs., π. διανοίᾳ Arist.Pol.1252a32. 3 c. gen., take thought or care, make provision for . ., σεωυτοῦ Hdt.5.39; τοῦ σίτου Id.3.159; ἐκείνων προορῶν, ὅκως . . ἔχωσι Id.2.121. α': abs., τὸ προορᾶν . . σευ your thoughtfulness, Id.9.79. 4 see previously, Act.Ap. 21.29. II Med., with pf. and plpf. Pass., look before one, δυοῖν ὀφθαλμοῖν προεωρᾶτο X.Cyr.4.3.21 (s. v.l.). 2 foresee, ἐς οἷα φέρονται Th.5.111; τὸν πόλεμον D.5.24. 3 provide for, τὸ ἐφ' ἑαυτῶν Th.1.17; ταῦτα Pl.R.499a; πάνθ' ἃ προσήκει D.6.8, etc.; make provision, περὶ τῶν μελλόντων Lys.33.7; πρός τι D.S.20.102; π. μή c.inf., cavere ne . ., D.25.11.
German (Pape)
[Seite 737] (s. ὁράω), vorwärts od. vor sich hinsehen, in die Ferne sehen; Hom. nur im aor. II. προεῖδον, προϊδεῖν, προϊδών, Od. 5, 393, med., 13, 155 u. sonst, immer räumlich, in der Ferne sehen, wie auch Hes. Sc. 386; μὴ προορᾶν τοὺς ἔμπροσθεν, Xen. Hell. 4, 3, 15. – Von der Zeit, Zukünftiges vorhersehen, ἐσσόμενον προϊδεῖν, Pind. N. 1, 27; τὰ μέλλοντα προορῶν, Plat. Legg. III, 691 d; ἃ ἐγὼ πάλαι προορῶν ἐφοβούμην, Rep. V, 453 d; προορᾶτε πρὸ τῶν πραγμάτων οὐδέν, Dem. 4, 41, wo er hinzusetzt πρὶν ἂν ἢ γεγενημένον ἢ γιγνόμενόν τι πύθησθε; öfter, auch Folgde. – Dah. Vorsorge haben, vorsichtig sein, Her. 9, 17; Fürsorge tragen für Einen, für ihn sorgen, τινός, 2, 121; ἑωυτοῦ, für sich selbst, 5, 39; προείδετε ἡμέων, 8, 144; u. so auch im med., τὸ ἐφ' ἑαυτῶν, Thuc. 1, 17; προειδόμενοι, 4, 64 (mit dem augm., wie Aesch. 1, 165 u. als v. l. auch Dem. 19, 233); Xen. Cyr. 4, 3, 21. 8, 6, 1; προΐδηται, Xen. An. 6, 1, 4; τοῦ μὴ παθεῖν ταῦτα προϊδέσθαι, D. Hal.; Pol. u. a. Sp. ganz gewöhnlich im med.
Greek (Liddell-Scott)
προοράω: μέλλ. προόψομαι· πρκμ. προεόρᾱκα· (πρβλ. ἀόρ. προεῖδον). Βλέπω ἔμπροσθέν μου, βλέπω πρὸς τὰ ἐμπρός, τὰ ἔμπροσθεν Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· βλέπω τὰ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, Θουκ. 7. 44· ἀπολ., βλέπω πρὸς τὰ ἐμπρός, εἰς τὸ πρόσθεν· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 12· ὀφθαλμοῖς πρ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21. 2) προβλέπω, τὸ μέλλον Ἡρόδ. 5. 24, καὶ ἐν τῷ πεζῷ, Ἀττικῷ λόγῳ, πρ. ὀλίγα περὶ τοῦ μέλλοντος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· ἑαυτοῖς τὸ ἐπιὸν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 5· πρ. τῶν πραγμάτων οὐδὲν Δημ. 52. 4, πρβλ. 1262. 28· πρ. τι διανοίᾳ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 2· ― ἀπολ., τὸ προορᾶν... σεῦ, ἡ πρόβλεψίς σου, Ἡρόδ. 9. 79. 3) μετὰ γεν. προνοῶ, φροντίζω, ἢ τοι σύ γε σεαυτοῦ μὴ προορᾷς, ἀλλ’ ἡμῖν τοῦτό ἐστιν οὐ περιοπτέον ὁ αὐτ. 5. 39 τοῦ σίτου ὁ αὐτ. 3. 159· ἐκείνων προορέων, ὅκως… ἔχωσι ὁ αὐτ. 2. 121, 1. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ. παθ., βλέπω ἐμπρός, δυοῖν ὀφθαλμοῖν προεορᾶτο (ἐπὶ κενταύρου) Ξεν Κύρ. 4. 3, 21. 2) προβλέπω, ἐς οἷα φέρονται Θουκ. 5. 111· τὸν πόλεμον Δημ. 63. 11. 3) προβλέπω, φροντίζω περί τινος, τὸ ἐφ’ ἑαυτῶν Θουκ. 1. 17· ταῦτα Πλάτ. Πολ. 499Β πάνθ’ ἃ προσήκει Δημ. 67. 24· περί τινος Λυσί. 915. 2· πρός τι Διόδ. 20. 102· πρ. μή..., cavere ne…, Δημ. 773. 1.
French (Bailly abrégé)
f. προόψομαι, ao.2 προεῖδον, pf. προεόρακα, etc.
I. voir en avant :
1 voir devant soi, acc.;
2 prévoir, connaître d’avance, acc.;
II. pourvoir à ; prendre soin de, gén.;
Moy. προοράομαι-ῶμαι;
1 regarder devant soi;
2 prévoir pour soi;
3 pourvoir à, acc..
Étymologie: πρό, ὁράω.
English (Slater)
προοράω
1 foresee πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται (N. 1.27) τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (supp. Snell: προιδ[ὼ]ν G-H.) fr. 140a. 49 (23).
English (Strong)
from πρό and ὁράω; to behold in advance, i.e. (actively) to notice (another) previously, or (middle voice) to keep in (one's own) view: foresee, see before.
English (Thayer)
προορῶ; perfect participleπροεωρακως; imperfect middle (προωρώμην, and without augment (see ὁμοιόω, at the beginning) προορωμην L T Tr WH; from Herodotus down;
1. to see before (whether as respects place or time): τινα, to keep before one's eyes: metaphorically, τινα, with ἐνώπιον μου added, to be mindful of one always, Psalm 15:(xvi.)8.
Greek Monotonic
προοράω: μέλ. -όψομαι, παρακ. -εόρᾱκα· (πρβλ. αορ. βʹ προεῖδον),
I. 1. βλέπω πριν από κάποιον, βλέπω αυτά ακριβώς που είναι μπροστά στα μάτια μου, σε Θουκ.· προσβλέπω σε κάτι, σε Ξεν.· απόλ., κοιτάζω μπροστά ή προς τα εμπρός, στον ίδ.
2. βλέπω μπροστά, προβλέπω, τὸμέλλον, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., τὸ προορᾶν σευ, η πρόβλεψή σου, σε Ηρόδ.
3. με γεν., προνοώ ή κάνω πρόβλεψη για, στον ίδ.
II. 1. στην Αττ. επίσης σε Μέσ., με Παθ. παρακ. και υπερσ., κοιτάζω μπροστά, σε Ξεν.
2. προβλέπω, σε Θουκ., Δημ.
3. φροντίζω για, σε Θουκ., Δημ.