ἐπεξέρχομαι

From LSJ
Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεξέρχομαι Medium diacritics: ἐπεξέρχομαι Low diacritics: επεξέρχομαι Capitals: ΕΠΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epexérchomai Transliteration B: epexerchomai Transliteration C: epekserchomai Beta Code: e)pece/rxomai

English (LSJ)

(v. ἐπέξειμι),

   A march out, make a sally, Hdt.3.54, 6.101, Th.3.26, etc.; ἐ. τινὶ ἐς μάχην Id.5.9; of a message, ἐ. τινί reach him, Hdt.8.99 codd. (ἐπεσ- Reiske).    2 proceed against, prosecute, τινί Antipho1.1: generally, τῷ δράσαντι Th.3.38; attack, Pl.Prt.345d; ἐ. τινὶ φόνου proceed against one for murder, Id.Euthphr.4d; also ἐ. τινὶ δίκην Id.Lg. 866b; [γραφήν] follow it up, Lex ap. D.21.47; ἐ.φόνον Antipho2.1.2: abs., ἐπεξέρχῃ λίαν thou visitest with severity, E.Ba.1346: c. acc. pers., prosecute, Lys.31.18; punish, Plu.Caes.69; τὴν πόλιν E.Andr. 735: c. dat., take vengeance for, Nic.Dam.130.18J.    3 proceed to an extremity, κἀπαπειλῶν ὧδ' ἐπεξέρχῃ; S.Ant.752; ἐ. πρὸς τέλος ἁπάσης πολιτείας Pl.Lg.632c.    4 follow up, τῇ παρούσῃ τύχῃ Th.4.14; pursue, develop, an argument, τῷ λόγῳ Pl.R.361d, Grg.492d.    II c. acc., go through or over, πάντα τῆς χώρης Hdt.4.9; τὸ πᾶν γὰρ ἐ. διζήμενον Id.7.166.    2 carry out, accomplish, ἔργῳ τι (opp. ἐνθυμεῖσθαι) Th.1.120; opp. ἐπινοεῖν, ib.70; πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐ. try every course, Id.5.100: abs., opp. παραινέσαι, ib.9; νίκην App.BC 5.91; ἐ. τι εἰς τέλος Luc.JTr.17.    3 discuss, relate or examine accurately or fully, οὐδ' εἰ πάντ' ἐ. σκοπῶν S.Fr.919, cf. A.Pr.870, Th. 3.67, Pl.Lg.672a; ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐ. Th.1.22; τι δι' ὀλίγων Pl.Lg.778c.

German (Pape)

[Seite 916] (s. ἔρχομαι), 1) gegen Einen ausgehen, ausrücken, einen Ausfall oder Streifzug gegen Einen machen; Thuc. 3, 26; Xen. An. 5, 2, 7 u. öfter; αὐτοῖς ἐς μάχην Thuc. 5, 9, öfter, wie Sp.; darauf losgehen, ἀπειλῶν Soph. Ant. 748; τῷ τοῦ Πιττακοῦ ῥήματι Plat. Prot. 345 d. – Bes. gerichtlich verfolgen, belangen, τοῖς φονεῦσι Antiph. 1, 1, τὸν φόνον 2, 2, Klage wegen Mord erheben; τῷ πατρὶ φόνου, den Vater eines Mordes wegen, Plat. Euthyphr. 4 d; τινὶ δίκην Legg. IX, 866 b u. öfter bei den Rednern; züchtigen, bestrafen, πόλιν Eur. Andr. 736; vgl. Plut. Caes. 69; übh. gegen oder mit Jemand verfahren, τινί, sich an ihm rächen, Thuc. 3, 38. – 21 weiter-, fortgehen, ἐπ' ὅσον ὕβρις ἐπεξῆλθε, wie weit der Uebermuth ging, Her. 3, 80; πρὸς τέλος, zu einem Ziel, Plat. Legg. I, 632 c; bes. in der Rede, εἰς τέλος τούτων τῷ λόγῳ Phil. 23 b; χώραν, ganz durchgehen, Xen. An. 7, 8, 25, vgl. ἐπέξειμι; ausführlich durchgehen, auseinandersetzen, μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ' ἐπεξελθεῖν τορῶς Aesch. Prom. 870; ἀκριβείᾳ περί τινος Thuc. 1, 22; auch δι' ὀλίγων, Plat. Legg. VI, 778 c; τῷ πράγματι Clitoph. 408 d; πᾶν, Alles unternehmen, Thuc. 5, 100 u. Sp.; vgl. τὸ πᾶν ἐπεξελθεῖν διζήμενον, er habe Alles durchsucht, Her. 7, 166; ἐπὶ τέλος, ἐπὶ πέρας τι, zu Ende bringen, Luc. Iup. Trag. 17 Bacch. 17; τὴν νίκην, den Sieg verfolgen, App. B. Civ. 5, 91; vgl. τῇ παρούσῃ τύχῃ ὡς ἐπὶ πλεῖστον ἐπεξελθεῖν, so weit wie möglich verfolgen, Thuc. 4, 14; ἔργῳ τι, durch die That ausführen, D. Hal. 6, 43; vgl. Thuc. 1, 120 ἐνθυμεῖται γὰρ οὐδεὶς ὁμοῖα τῇ πίστει καὶ ἔργῳ ἐπεξέρχεται.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξέρχομαι: (ἴδε ἐπέξειμι), ἐξέρχομαι ἐναντίον τινός, κάμνω ἔξοδον, Ἡρόδ. 3. 54., 6. 101, Θουκ. 3. 26, κλ.˙ ἐπ. τινι εἰς μάχην ὁ αὐτ. 5. 9˙ ἐπὶ ἀγγελίας, ἐξικνοῦμαι, φθάνω ἔκ τινος μέρους εἴς τινα μετά τι, ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα συνέχεε οὕτω, κτλ., Ἡρόδ. 8. 99. 2) ὡς δικαν. λέξις, καταδιώκω τινὰ δικαστικῶς, κατηγορῶ, καταγγέλλω, τινι Ἀντιφῶν 111. 36, Θουκ. 3. 38, κλ.˙ ἐπ. τινι φόνου, καταδιώκειν τινὰ (δικαστικῶς) διὰ φόνον, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D· ὡσαύτως, ἐπ. δίκην ἢ γραφὴν παρακολουθεῖν, διεξέρχομαι, ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 866Β. Νόμος παρὰ Δημ. 529. 25˙ ἐπ. φόνον Ἀντιφῶν 115. 9˙ ἀπόλ., ἀλλ’ ἐπεξέρχει λίαν, κολάζεις, τιμωρεῖς αὐστηρῶς, Εὐρ. Βάκχ. 1346˙ μετ’ αἰτ. προσώπου, Πλουτ. Καῖσ. 69˙ τὴν πόλιν Εὐρ. Ἀνδρ. 735, ἔνθα ἴδε Δινδ. 3) προβαίνω μέχρι τοῦ σημείου ὥστε νά, ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ’ ἐπεξέρχει θρασύς; φθάνεις λοιπὸν μέχρι τοῦ σημείου ὥστε καὶ νὰ ἐπαπειλῇς θρασέως; Σοφ. Ἀντιγ. 752˙ ἐπ. πρὸς τέλος Πλάτ. Νόμοι 632C. 4) παρακολουθῶ, τῇ παρούσῃ τύχῃ Θουκ. 4. 14˙ τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολ. 349Α, 361Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., διέρχομαι διὰ μέσου ἢ ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, χώρην Ἡρόδ. 4. 9˙ τὸ πᾶν γὰρ ἐπεξελθεῖν διζήμενον ὁ αὐτὸς 7. 166. 2) φέρω εἰς πέρας, ἐκτελῶ, ἔργῳ τι Θουκ. 1. 120˙ πᾶν ἐπεξέρχομαι, δοκιμάζω πᾶν μέσον, 5. 100 (καὶ οὕτως ἀναγνωστέον ἐν 1. 70 ἀντὶ ἐξέλθωσι)˙ τὴν νίκην Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91˙ ἐπ. τι εἰς τέλος Λουκ. Ζεὺς Τραγῳδ. 17. 3) συζητῶ, διηγοῦμαι ἢ ἐξετάζω μετ’ ἀκριβείας ἢ ἐντελῶς, Λατ. oratione persequi, οὐδ’ εἰ πάντ’ ἐπεξέλθοις σκοπῶν Σοφ. Ἀποσπ. 659, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 870, Θουκ. 3. 67, Πλάτ. Νόμ. 672 Α˙ ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. Θουκ. 1. 22˙ δι’ ὀλίγων Πλάτ. Νόμοι 778C.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπεξελεύσομαι, ao.2 ἐπεξῆλθον, pf. ἐπεξελήλυθα;
I. s’avancer contre :
1 marcher contre (l’ennemi) τινι;
2 fig. poursuivre en justice;
3 chercher à se venger de, τινι ; châtier, punir, acc.;
II. s’avancer jusqu’à : ἐπ. τινι parvenir à qqn en parl. d’un message ; ἐπ. χώρην HDT parcourir complètement un pays ; ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. THC poursuivre avec soin l’examen de chaque point ; ἐπ. ἔργῳ τι THC achever complètement une entreprise.
Étymologie: ἐπί, ἐξέρχομαι.