μυκτηρίζω

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκτηρίζω Medium diacritics: μυκτηρίζω Low diacritics: μυκτηρίζω Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: myktērízō Transliteration B: myktērizō Transliteration C: myktirizo Beta Code: mukthri/zw

English (LSJ)

   A turn up the nose, sneer at, Lys.Fr.323 S., LXX Pr.1.30, al., S.E.M.1.217:—Pass., to be mocked, LXX Je.20.7: hence, to be outwitted, Ep.Gal.6.7.    II bleed at the nose, Hp.Epid.7.123.

German (Pape)

[Seite 216] naserümpfen, verspotten, verhöhnen, Lys. bei Poll. 2, 78 u. Sp.; im pass. auch N. T., sich verspotten lassen. Vgl. S. Emp. adv. gramm. 217.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηρίζω: ἐμπαίζω στρέφων τὴν ῥῖνα, «ἀπὸ τοῦ τῷ μυκτῆρι ἐνδείκνυσθαι τὸ δυσχεραίνειν» Λυσίας παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, Λατ. naso adunco suspendere, χλευάζω, καταγελῶ, Ἡσύχ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 217· ― Παθ., χλευάζομαι, σκώπτομαι, ἐμπαίζομαι, πρὸς Γαλάτ. ϛʹ, 7. ΙΙ. πάσχω αἱμορραγίαν τῆς ῥινός, Ἱππ. 1240D.

French (Bailly abrégé)

1 saigner du nez;
2 se moquer, railler.
Étymologie: μυκτήρ.

English (Strong)

from a derivative of the base of μυκάομαι (meaning snout, as that whence lowing proceeds); to make mouths at, i.e. ridicule: mock.

English (Thayer)

(μυκτήρ the nose); present passive 3rd person singular μυκτηρίζεται; properly, to turn up the nose or sneer at; to mock, deride: τινα, passive οὐ μυκτηρίζεται, does not suffer himself to be mocked, לָעַג, נָאַץ, בָּזָה, Clement of Rome, 1 Corinthians 39,1 [ET] (and Harnack's note)). Sextus Empiricus, adverb math. i. 211 (p. 648,11edition Bekker).) (Compare: ἐκμυκτηρίζω.)

Greek Monolingual

(ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) μυκτήρ
χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνησηούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τους μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τους δικαιώσει», Παπαντ.)
αρχ.
1. πάσχω από αιμορραγία της μύτης, τρέχει αίμα από τη μύτη μου
2. παθ. μυκτηρίζομαι
απατώμαι, εξαπατώμαι («Θεός οὐ μυκτηρίζεται», ΚΔ).