Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαγήνη

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγήνη Medium diacritics: σαγήνη Low diacritics: σαγήνη Capitals: ΣΑΓΗΝΗ
Transliteration A: sagḗnē Transliteration B: sagēnē Transliteration C: sagini Beta Code: sagh/nh

English (LSJ)

Cypr.ἁγάνα (v. ἄγανα and cf. σάγανα), ἡ,

   A large drag-net for taking fish, seine, Ital. sagena, LXX Hb.1.15, al., Ev.Matt.13.47, Plu.2.169c, Luc.Tim.22, Pisc.51, etc.; σαγήνην βάλλειν Babr.4.1, 9.6; hunting-net, Id.43.8.    2 = ἐπίπλοος (c), Poll.2.169.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, ein großes Netz, mit dem viele Fische auf einmal gefangen werden können, das Ziehgarn oder Schleppnetz; Luc. Pisc. 51 u. öfter; Plut. u. a. Sp.; οἱ λίνα καὶ στάλικας καὶ σαγήνας περιβαλλόμενοι, S. Emp. adv. phys. 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγήνη: ἡ, μέγα δίκτυον ὅπερ σύρεται πρὸς ἁλιείαν, Ἰταλ. sagena, Λουκ. Τίμ. 22, ἁλ. 51, Πλούτ. 169C, Καιν. Διαθ., κλ.· σαγήνην βάλλειν Βάβρ. 4. 1., 9. 6· - δίκτυον κυνηγετικόν, ὁ αὐτ. 43. 8.
2) = ἐπίπλοον, Πολυδ. Β΄, 169.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 seine, grand filet de pêcheur;
2 p. ext. filet de chasseur.
Étymologie: DELG terme techn. de substrat comme ἀπ-ήνη.

English (Strong)

from a derivative of satto (to equip) meaning furniture, especially a pack-saddle (which in the East is merely a bag of netted rope); a "seine" for fishing: net.

English (Thayer)

σαγηνης, ἡ (σάσσω to load, fill), a large fishing-net, a drag-net (Vulg. sagena (cf. English seine)), used in catching fish that swim in shoals (cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Net; Trench, Synonyms, § lxiv.): Sept.; Plutarch, solert. anim., p. 977f.; Lucian, pisc. 51; Tim. 22; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,14; Aelian h. a. 11,12; (βάλλειν σαγηνης Babrius fab. 4,1; 9,6).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α
νεοελλ.
θέλγητρο, γοητεία («η σαγήνη τών λόγων του»)
αρχ.
1. μεγάλο αλιευτικό δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μετά από ένα χρονικό διάστημα μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις αὐτοῡ», ΠΔ.)
2. κυνηγετικό δίχτυ
3. ο υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα έντερα
μσν.
1. είδος πλοίου του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού που έφερε πλήρωμα 40 ανδρών
2. (κατ' επέκτ.) είδος αλιευτικού ή άλλου ιστιοφόρου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sagena) και στη συνέχεια η Γαλλική (πρβλ. γαλλ. seine)].